Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

H QR code διεύθυνση του iknow

H QR code διεύθυνση του iknow
http://iknowgr.blogspot.gr/

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Οι φάσεις ανάπτυξης του ισλαμισμού, μέρος 1



του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο, Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση, η θανάσιμη δειλκυστίνδα,Εναλλακτικές Εκδόσεις 2001. Προσεχώς θα αναρτήσουμε και τη συνέχεια του κεφαλαίου, για το πως εξελίχθηκε ο ισλαμισμός τις τελευταίες δεκαετίες.

«H καθολική επανάσταση ενάντια στην επικυριαρχία των ανθρωπίνων όντων, σε όλες τις μορφές της και κάτω από οιονδήποτε θεσμό, η γενικευμένη ανταρσία σε κάθε σημείο της γης, η καταδίωξη των σφετεριστών (της θείας επικυριαρχίας) που διοικούν τους ανθρώπους με νόμους που προέρχονται από τους ίδιους, όλα αυτά σημαίνουν την καταστροφή του βασιλείου του ανθρώπου προς χάριν της βασιλείας του Θεού επί της γης… Δεν πρόκειται για απελευθέρωση του Άραβα ανθρώπου από το Ισλάμ ούτε για κάποια ιδιαίτερη «αποστολή» των Αράβων, καθώς το πεδίο του Ισλάμ είναι ο άνθρωπος καθεαυτός, το ίδιο το ανθρώπινο είδος… Έτσι το κίνημα του μουσουλμανικού αγώνα γίνεται ένας αμυντικός πόλεμος: υπεράσπιση του ανθρώπου απέναντι σε όλους εκείνους που αλλοτριώνουν την ελευθερία του και εμποδίζουν την απελευθέρωσή του μέχρις ότου να κυριαρχήσει πάνω στο ανθρώπινο είδος η βασιλεία του ιερού νόμου (σαρία)…»

Σαγιέντ Κουντμπ

Μααλίμ φι λ-ταρίκ (Ορόσημα)

Η επίθεση στην καρδιά της Αμερικής (εννοεί την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους) έφερε και πάλι στο προσκήνιο ένα ζήτημα που τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, ιδιαίτερα μετά την ιρανική επανάσταση, ανησυχεί και ταυτόχρονα γοητεύει τη Δύση: το ζήτημα του ισλαμισμού[1].

Η ανάπτυξη του ισλαμικού κινήματος και η «ισλαμοποίηση» των μουσουλμανικών χωρών αποτελούν μια έκφραση της αδυναμίας του δυτικού πολιτισμού να ενσωματώσει και να ενοποιήσει οικονομικά και πολιτιστικά τις διαφορετικές περιοχές του πλανήτη μας. Στo οπωσδήποτε περιορισμένo πλαίσιo αυτού του κεφαλαίου δεν σκοπεύουμε να μελετήσουμε εξονυχιστικά το ισλαμικό φαινόμενο ούτε να περιγράψουμε την έκταση και τις διαστάσεις του. Θα επιμείνουμε μάλλον στις ρίζες και στις προϋποθέσεις της ανάπτυξής του, στην εκδοχή του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, αρχίζοντας τη μελέτη μας από τον αραβικό ισλαμισμό και διευρύνοντάς την προς το Ιράν και τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.

Αποτελεί πλέον γενική παραδοχή πως η εξάπλωση του ισλαμισμού, μαζί με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την ανάδυση της Κίνας και της Ασίας στο οικονομικό πεδίο και την εμφάνιση του εναλλακτικού κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα του τελευταίου τετάρτου του αιώνα που πέρασε. Ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν να ξαναβρούν μέσω του Ισλάμ ένα στοιχείο ταυτότητας σε έναν κόσμο χωρίς νόημα που αποσυντίθεται, έναν κόσμο ξένο για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου[2].

Για τους μουσουλμανικούς λαούς, το Ισλάμ τείνει να μεταβληθεί, από απλή θρησκευτική αναφορά, σε μια νέα καθολική ιδεολογία αντιπαράθεσης στον δυτικό πολιτισμό. Πολλά είναι τα στοιχεία που ενισχύουν αυτή τη διαπίστωση και ξεπερνούν τις «αραβικές διαστάσεις» του φαινομένου, από την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, την αντίσταση στο Αφγανιστάν, την αφύπνιση των ισλαμικών λαών της Σοβιετικής Ένωσης, έως την επέκταση, με γιγαντιαία βήματα, του Ισλάμ στους λαούς της Μαύρης Αφρικής και την αιματηρή μετεξέλιξη του αλγερίνικου και του αιγυπτιακού φονταμενταλισμού.

Το Ισλάμ ενισχύεται ακόμα και στις μητροπόλεις της Δύσης. Στη Γαλλία ζουν περίπου πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνοι, στην Αγγλία δυόμισι έως τρία, στη Γερμανία πάνω από τρία[3] κλπ. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Black Muslims και ο Μαlcom Χ στις αποτέλεσαν απλώς ένα προανάκρουσμα για τον «Λαό του Ισλάμ» του Φάρραχαν[4] που συγκεντρώνει εκατομμύρια μαύρων μουσουλμάνων και ο οποίος πραγματοποίησε την περιβόητη πορεία του ενός εκατομμυρίου στον Λευκό Οίκο το 1995.

Μετά την έκλειψη –έστω και πρόσκαιρη– των εκκοσμικευμένων ιδεολογιών και την αποτυχία τους να απαντήσουν στα ζητήματα ανάπτυξης και ταυτότητας των κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου, φαίνεται πως ο ισλαμισμός, στη ριζοσπαστική εκδοχή του, παίρνει τη σκυτάλη ως ένα κίνημα που εκφράζει τις λαϊκές μάζες των μουσουλμανικών χωρών, ως μια «παρέκκλιση του μοντερνισμού», όπως τον χαρακτήρισε ο Ζακ Μπερκ (Jacques Berque).

Στη Δύση, ήδη από τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα, οι κοσμικές ιδεολογίες αντικατέστησαν τις θρησκευτικές (ή ακριβέστερα τις μετασχημάτισαν στην εκκοσμικευμένη εκδοχή τους) και η αναζήτηση της ανθρώπινης πλήρωσης, συλλογικής και ατομικής, μετατέθηκε από το επέκεινα στο ενταύθα. Οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδεολογίες, ιδίως ο μαρξισμός, ολοκλήρωσαν αυτή τη μετάβαση συμπαρασύροντας στην εκκοσμίκευση και τα υπόλοιπα ιδεολογικά μορφώματα. Στη συνέχεια, κυρίως μέσω της εθνοδημοκρατικής και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, αυτές οι εκκοσμικευμένες ιδεολογίες εξαπλώθηκαν και στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, και εν μέρει εκτόπισαν τις θρησκευτικές ιδεολογίες στο πεδίο της καθημερινής ζωής και του ιδιωτικού βίου, όπως είχε γίνει και στη Δύση. Όλα έδειχναν λοιπόν πως και εδώ η εξέλιξη θα ήταν αντίστοιχη και τελικά οι θρησκείες θα παραχωρούσαν σταδιακώς τη θέση τους στις εγκόσμιες ιδεολογίες.

Όμως, μετά τη δεκαετία του ’60, που σηματοδότησε το απόγειο της εκκοσμίκευσης, αρχίζει η αντίστροφη κίνηση. Οι εισαγόμενες ιδεολογίες του σοσιαλισμού, της ανάπτυξης, της δημοκρατίας, αποτυγχάνουν. Ο εκσυγχρονισμός και η απαρχή της εκβιομηχάνισης θα οδηγήσουν σε κοινωνική καταστροφή τα παραδοσιακά στρώματα ενώ η πληθυσμιακή έκρηξη θα επιτείνει την κρίση. Μια συγκεκριμένη μορφή ένταξης στην παγκόσμια αγορά και οι επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου ρίχνουν στην ανεργία πάνω από τον μισό πληθυσμό του Τρίτου Κόσμου.

Στις ισλαμικές χώρες, οι ξεριζωμένες μάζες που μεταφέρονται στις παραγκογειτονιές των μητροπόλεων δεν έχουν άλλη διέξοδο, μέσα σε συνθήκες πολιτικής απολυταρχίας, παρά τη ριζική απόρριψη της δυτικής κουλτούρας και την καταφυγή στο Ισλάμ, μια και τόσο ο «εφαρμοσμένος» φιλελευθερισμός όσο και ο στρατιωτικο-κρατικός σοσιαλισμός υπήρξαν υπεύθυνοι για τα δεινά τους. Χαρακτηριστική ήταν η ιδεολογία των «μουσταφιζίν» (απόκληρων) της ιρανικής επανάστασης: «σοσιαλισμός και καπιταλισμός είναι τα δύο πρόσωπα της Δύσης και του Σατανά».

Σ’ αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερα έντονη μοιάζει η απόρριψη των εκδοχών του αραβικού σοσιαλισμού, εκτός ίσως από τον «ισλαμικό σοσιαλισμό» της Λιβύης. Στην Αίγυπτο, μια ριζοσπαστική ισλαμική ομάδα δολοφονεί τον Ανουάρ ελ Σαντάτ, ενώ στην Αλγερία, υπόδειγμα «αραβικού σοσιαλισμού», το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας, που θα κερδίσει την πλειοψηφία στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, αποκλείεται από την εξουσία και ο ισλαμισμός μετεξελίσσεται σε κίνημα γενικευμένης και ανελέητης τρομοκρατίας. Σε χώρες όπου η ετήσια αύξηση του πληθυσμού πλησιάζει ή και ξεπερνάει το 3% (στο Αφγανιστάν έφτασε, το 1999, στο 3,5%), όπου οι ηλικίες κάτω των 24 χρόνων ξεπερνούν το 60% του πληθυσμού και η ανεργία ανεβαίνει κατακόρυφα, οποιαδήποτε διέξοδος μοιάζει ερμητικά κλειστή. Έστω και προσωρινά λοιπόν, η συντριπτική πλειονότητα των νέων, συχνά μορφωμένων αλλά ανέργων, στρέφεται προς το τζαμί και το Ισλάμ.

Ωστόσο, αυτή η πρώτη ανάγνωση δεν αρκεί για να προσφέρει μια ικανοποιητική και σφαιρική απάντηση ως προς τις αιτίες της εξάπλωσης του ισλαμισμού, και ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής εκδοχής του, η οποία, στη δεκαετία του ’90, τείνει να επεκταθεί ακόμα και στα πλέον παραδοσιοκεντρικά και συντηρητικά ρεύματά του, όπως στους ουαχαμπίτες της Σαουδικής Αραβίας. Θα χρειαστεί να προχωρήσουμε πιο πέρα για να εξηγήσουμε τους βαθύτερους λόγους της διοχέτευσης της οικονομικής και πολιτικής αμφισβήτησης στο κανάλι του ισλαμισμού.

O ισλαμισμός, ιδιαίτερα στη ριζοσπαστική εκδοχή του, έχει τη δυνατότητα να αναφέρεται στην ισλαμική παράδοση ακόμα και για τα κοινωνικά υποδείγματα που χρησιμοποιεί, καθώς βρίθει εξεγέρσεων κατά της άδικης εξουσίας όσο και κοινωνικών πειραματισμών κάθε είδους. Αναφερθήκαμε ήδη στους Καρμάτες και τους Ζεντζν. Όμως οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις αρχίζουν ήδη πολύ νωρίς: μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, ο οποίος δεν είχε αρσενικά παιδιά, γεγονός που απαγόρευε οποιαδήποτε δυναστική διαδοχή και νομιμοποίηση, ακολούθησαν οι 4 πρώτοι καλίφες που αναγνωρίζονται από όλες τις αιρέσεις και πτέρυγες του Ισλάμ. Ο Αμπού Μπακρ (632-634) ήταν πεθερός του προφήτη, ο Ομάρ (634-644), ο Οθμάν (644-656), γαμπρός του προφήτη και ο Αλί (656-661) εξάδελφος και γαμπρός του. Και οι τρεις τελευταίοι δολοφονήθηκαν. Μαζί τους αρχίζουν οι μεγάλες αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν το Ισλάμ και το διαπερνούν μέχρι σήμερα. Ο Οθμάν υπήρξε ο πρώτος που άρχισε να θέτει την εγκόσμια εξουσία πάνω από την πνευματική, οργάνωσε τη σούνα (παράδοση) και η ταξική διαφοροποίηση έγινε εξόφθαλμη. Ο Αλί, εξάδελφος και γαμπρός του προφήτη, αν και εθεωρείτο ο νόμιμος διάδοχός του, παραμερίστηκε και ανέλαβε το καλιφάτο 24 χρόνια μετά, για να δολοφονηθεί πολύ σύντομα. Όμως είχε ήδη διαμορφωθεί η σία («κόμμα») του Αλί, που διεκδικούσε τη νομιμότητα της διαδοχής του. Η σία απέρριπτε την εκκοσμίκευση της εξουσίας και την ανάπτυξη των ταξικών διαφοροποιήσεων που εκπροσωπούσε πλέον το καλιφάτο. Ο Αλί ήρθε τελικά σε κάποιο συμβιβασμό με τους αντιπάλους του και πήρε το καλιφάτο.

Αντίθετοι στον συμβιβασμό ήταν οι Καρεζίτες που, ήδη από το 657, διαχωρίστηκαν από τη «σία του Αλί» αποτελώντας την πρώτη από τις αναρίθμητες αιρέσεις του σιιτισμού. Οι Καρεζίτες θεωρούν ότι ο αρχηγός της κοινότητας πρέπει να ορίζεται από αυτή, άσχετα από οποιαδήποτε διαδοχή ή και φυλή («κάθε μουσουλμάνος μπορεί να γίνει καλίφης, ακόμα και ένας μαύρος σκλάβος»). Όμως η πληβειακή και πνευματοκρατική («μετα-υλιστική») λογική του κόμματος του Αλί δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους Άραβες ηγέτες που, μέσω της κατακτητικής τους πολιτικής και σε ελάχιστα χρόνια, είχαν κυριαρχήσει σε μια τεράστια και πλούσια περιοχή. Ο Μοαβίγια παγίδευσε και δολοφόνησε τον Αλί το 661 και στη συνέχεια εγκαθίδρυσε στη Δαμασκό την πρώτη κληρονομική δυναστεία των Ομμεϋάδων (661-750).

Με τη δολοφονία του Αλί, το Ισλάμ σχίζεται σε δύο πτέρυγες (σχίσμα που επισφραγίζεται με τον θάνατο του γιου του Αλί, Χουσεΐν, και της κόρης του Προφήτη Μωάμεθ, Φατιμά, γυναίκας του πρώτου και μητέρας του δεύτερου, στη μάχη της Κέρμπαλα το 680). Από τη μια πλευρά βρίσκεται η ορθοδοξία των σουνιτών, που υλοποιείται στην εγκόσμια εξουσία του καλίφη, και η οποία συγκροτεί ένα νομικο-θρησκευτικό οικοδόμημα –τη σούνα– το οποίο διαχειρίζεται μια τεράστια αυτοκρατορία. Η σουνιτική υπεροχή θα επισφραγιστεί με τους Τούρκους και τη μεταφορά του καλιφάτου στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη βρίσκονται οι σιίτες, οι οποίοι απορρίπτουν την εγκόσμια εξουσία του αρχηγού των πιστών, περνούν στην «παρανομία» για δεκατέσσερις αιώνες και συγκροτούν το λαϊκό και αμφισβητησιακό Ισλάμ απέναντι στην εκκοσμικευμένη ορθοδοξία. Ηγέτης των σιιτών είναι ο ιμάμης (οδηγός) ο οποίος, σε αντίθεση με τον καλίφη (κληρονόμος, συνεχιστής, του προφήτη), δεν κατέχει κοσμική εξουσία. Έτσι και ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί (Αγιατολλάχ=απόδειξη του Θεού) ή ο Καμενεΐ σήμερα δεν αναλαμβάνουν κοσμικά αξιώματα. Ο Χομεϊνί δεν πρέπει να συγχέεται με τον δωδέκατο ιμάμη. Για τον δωδεκατιστικό σιιτισμό, ένας και μόνο ιμάμης, στην κυριολεξία, μπορεί να υπάρξει· ο κρυμμένος δωδέκατος ιμάμης, η έλευση του οποίου θα σημάνει τη συντέλεια του κόσμου. Ο δωδέκατος ιμάμης των σιιτών, ο Μοχαμάντ αλ Μαχντί (πρώτος ήταν ο Αλί που εγκαινιάζει τη σιιτική γενεαλογία), χάθηκε το 879· «πέρασε στην παρανομία» και η έλευσή του θα συνοδευτεί από το τέλος του κόσμου και τη Δευτέρα Παρουσία. Έτσι, ο όρος ιμάμης μόνο καταχρηστικώς χρησιμοποιείται για ηγέτες όπως ο Χομεϊνί. Αυτή η παράδοση μεταβάλλει τον σιιτισμό σε παράγοντα διαρκούς αμφισβήτησης και υπονόμευσης των κατεστημένων εξουσιών, ακριβώς γιατί ελάχιστες φορές, όπως με τους Φατιμίδες στην Αίγυπτο και τη νίκη του σιιτισμού μετά τον 15ο αιώνα στο Ιράν, εμφανίστηκαν σιιτικές δυναστείες. Ο σιιτισμός είναι η θρησκεία των απόκληρων. Επιπλέον το δόγμα του, επειδή όχι μόνο επιτρέπει, αλλά επιβάλλει την αναζήτηση του κρυμμένου νοήματος των λόγων του προφήτη, ευνοεί τον προβληματισμό και… κατά συνέπεια τις δεκάδες αιρέσεις που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του.

Αντιθέτως, στους σουνίτες εμφανίζονται μόνο διαφορετικές σχολές «ερμηνείας» (που είναι τέσσερις, οι μαλεκίτες στη Βόρεια Αφρική, οι χανμπαλίτες στην Αραβία, οι φιλελεύθεροι χανεφίτες στην Τουρκία, την Ινδία, την ΕΣΣΔ, και οι σαφιίτες στη Μέση Ανατολή ή την Ινδονησία), ενώ οι αποκλίνουσες ιδεολογίες θα πάρουν μάλλον τον δρόμο των θρησκευτικών ταγμάτων, όπως οι δερβίσηδες μπεκτασήδες, και του αποκρυφισμού (όπως ο σουφισμός)[12].

Εν κατακλείδι, οι σιίτες, παρόλο που αντιπροσωπεύουν σήμερα μόνο το 10% του Ισλάμ (120 εκατομμύρια πιστούς), αποτελούν μεγαλύτερο ποσοστό στο αραβικό Ισλάμ και προπαντός μια μόνιμη εστία αναταραχής. Η σία υπήρξε ο ανεξάντλητος τροφοδότης επαναστάσεων και εξεγέρσεων ενάντια στις κατεστημένες εξουσίες.

Η πρώτη μεγάλη σιιτική εξέγερση ήταν εκείνη του Αμπού Μουσλίμ που, ήδη το 747, στην ηγεσία των «μαυροντυμένων αγροτών», σάρωσε τη δυναστεία των Ομμεϋάδων. Όσο για τους Αββασίδες, τη μεγάλη αραβική δυναστεία που τους αντικατέστησε, είχαν ως εστία τους τη Μεσοποταμία, όπου ο σιιτισμός ήταν κυρίαρχος, ιδιαίτερα ανάμεσα στους αγρότες και τους δούλους που καλλιεργούσαν τα εύφορα εδάφη του Νότου γύρω από τη Μπάσρα… Από εκεί ξεκίνησαν αναρίθμητοι ξεσηκωμοί, που προμήνυαν και τους πιο πρόσφατους, πριν και μετά τον πόλεμο του Κόλπου, ενάντια στον «άπιστο δυνάστη» της Βαγδάτης. Οι εξισωτικές εξεγέρσεις υπήρξαν κυριολεκτικά αμέτρητες στη Μεσοποταμία και το Ιράν. Μετά τον Αμπού Μουσλίμ, που δολοφονήθηκε, ακολούθησαν εκείνες του Μάγου Νουντμπάντ (754-755), του Ουσταντασίς (766-769), η επανάσταση του «προφήτη με το καλυμμένο πρόσωπο», Αλ Μουκανά, στο Χορασάν (Νότιο Ιράν) το 777-780, ο μεγάλος ξεσηκωμός του Μπαμπέκ (813-838), που έφτασε από το Αζερμπαϊτζάν μέχρι το Ιράκ. Η εξέγερση των ινδικής καταγωγής Ζοττς στην Κάτω Μεσοποταμία, επί της εποχής του καλίφη Αλ Μαμούν (813-833), είχε σαν συνέπεια τον διασκορπισμό τους, μετά την ήττα τους, στα σύνορα της αυτοκρατορίας, για να εξελιχθούν στους σημερινούς τσιγγάνους. Αναφερθήκαμε ήδη στη μεγάλη εξέγερση των Ζεντζν (868-883) που κατέλαβαν όλες τις πόλεις του Νότιου Ιράκ, καθώς και τη Bασόρα, αντιστεκόμενοι για πολλά χρόνια στις στρατιές του καλίφη[13].

Αν και αυτές οι εξεγέρσεις έχουν αγροτικό υπόβαθρο, δεν λείπουν τα ανάλογα παραδείγματα και στις πόλεις. Kατά τη διάρκεια των αναταραχών που συνόδεψαν τον θάνατο του Χαρούν αλ-Ρασίντ, ο λαός της Βαγδάτης κατέλαβε για μικρό χρονικό διάστημα την πρωτεύουσα. Επρόκειτο για την «εξέγερση των γυμνών». Στη διάρκεια του καλιφάτου του Αλ Μαμούν, οι χριστιανοί κόπτες, βιοτέχνες στο Δέλτα του Νείλου, εξεγείρονται συσπειρώνοντας γύρω τους και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Χρειάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος ο καλίφης για να καταστείλει την εξέγερση.

Το κίνημα των Καρματών απετέλεσε στη συνέχεια τη συμπύκνωση και την αναγωγή σε ένα ανώτερο επίπεδο αυτών των πολυάριθμων αγροτικών και αστικών εξεγέρσεων. Ξεκίνησε αρχικά από τις συντεχνίες, οι οποίες αντιπαρατίθονταν στην κεντρική εξουσία για πολλούς αιώνες και ιδιαίτερα στη διάρκεια του 10ου αιώνα. Το καρματιστικό κίνημα, που ήταν ταυτόχρονα θρησκευτικό και κοινωνικό, βασιζόταν σε μια μυστική οργάνωση με παράνομους «απεσταλμένους» και αντιπροσώπους σε κάθε περιοχή οι οποίοι είχαν αναλάβει να προετοιμάσουν την έλευση του «απόκρυφου προφήτη», του Μαχντί. Εξέφραζε ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα, με διαμαρτυρίες, απεργίες, εξεγέρσεις και προωθούσε ένα σύνολο από κοινωνικά αιτήματα που αφορούσαν στην ατομική ελευθερία, την απόρριψη του επίσημου νόμου του Ισλάμ και την επιμονή στον σχετικό χαρακτήρα κάθε συστήματος ανθρώπινων σχέσεων. Οι θεωρητικοί του καρματισμού προβάλλουν μάλιστα την αξία της χειρωνακτικής εργασίας και του κόσμου της εργασίας.

Στο πολιτικό πεδίο, ο καρματισμός οδήγησε στην εγκαθίδρυση του καλιφάτου των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, όπως και στην ανάδειξη μιας πολιτικής εξουσίας στον Περσικό Κόλπο.

Από τον σιιτισμό γενικότερα εκκινούν αναρίθμητες αιρέσεις με πολιτικο-κοινωνικό περιεχόμενο. Ο καθένας σχεδόν από τους δώδεκα ιμάμηδες αποτελεί και την αφετηρία μιας καινούργιας σέκτας. Από τον τέταρτο, τον Αλί Ζαΐν αλ-Αμπιντίν και τον Ζαΰντ, οι Ζαϋντίτες της Υεμένης. Από τον έβδομο, τον Ισμαήλ, οι Ισμαηλίτες και οι Καρμάτες. Από τους Ισμαηλίτες, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη και ριζοσπαστικότερη σιιτική αίρεση, με τους «αποκρυφους ιμάμηδες» και τον Αλ-Μαχντί (που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Μοχαμμάντ αλ-Μαχντί των πλειοψηφικών δωδεκατιστών σιιτών), προέρχεται και η δυναστεία των Φατιμιδών στην Αίγυπτο. Από την ισμαηλιτική γενεαλογία θα αποσχισθεί η αίρεση των Δρούζων και από τον Αλ Μουστανσίρ Νιζάρ, το 1094, θα προέλθει η αίρεση των Χασσασιγιούν. Από τον δέκατο ιμάμη των δωδεκατιστών εκκινούν οι Αλαουΐτες κ.ο.κ. Οι Δρούζοι, που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο όρος Λίβανος και τη Συρία, περίπου 900.000 σήμερα, αποτελούν μια ενδογαμική αίρεση, η οποία αποκρύπτει τα ιερά της βιβλία από τον εξωτερικό κόσμο, δεν δέχεται τη σαρία, δεν θεωρεί ιερό βιβλίο το Κοράνι, δεν έχει τζαμιά και πιστεύει στη μετεμψύχωση. Οι Χασσασιγιούν είναι οι περιβόητοι ασσασίνοι (δολοφόνοι) του Μάρκο Πόλο, οι οποίοι έπαιρναν χασίσι για να δολοφονούν τους άπιστους και τους διεφθαρμένους ηγέτες, υπακούοντας στις εντολές του αρχηγού τους, του «γέρου του βουνού», τον οποίο πολλοί θεωρούν ως το μακρινό πρότυπο του Μπιν Λάντεν και της Αλ Κάιντα. Οι Χασσασιγιούν είχαν κέντρο τους το απρόσιτο κάστρο του Αλαμούτ στην Περσία, αλλά δρούσαν και στην Συρία δολοφονώντας εκατοντάδες «διεφθαρμένους» μουσουλμάνους ηγέτες, ανάμεσά τους και τους Φατιμίδες της Αιγύπτου, παρόλο που προέρχονταν από την ίδια αίρεση. Το 1192, όταν δολοφόνησαν και τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Κόνραντ ντε Μοντφεράτ, έγιναν πασίγνωστοι και στους δυτικούς ενώ η λέξη assassin από τους ασσασσίνους κατέληξε να σημαίνει τον δολοφόνο στα γαλλικά, τα ιταλικά ή τα αγγλικά[14].

Αυτός ακριβώς ο πλούτος της ισλαμικής παράδοσης και ο ριζοσπαστισμός του επαναστατικού ισλαμισμού εξηγούν εν μέρει το γεγονός ότι πολλά μέλη των οργανώσεων της άκρας αριστεράς της δεκαετίας του 1970 μεταπήδησαν, δέκα χρόνια αργότερα, σε ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις.

Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, σε καθεστώτα απολυταρχικά όπου σπανίζουν οι πολιτικές ελευθερίες, έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί την επίσημη γλώσσα και τους μηχανισμούς του Ισλάμ –επίσημη θρησκεία σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, εκτός από την Τουρκία, όπου δεν παύει να παραμένει κυρίαρχη– για να μεταφέρει σχεδόν ανενόχλητος το μήνυμά του. Η χρήση των τζαμιών ως χώρων πολιτικής διαμαρτυρίας και οργάνωσης, στο Ιράν, υπήρξε κάτι που δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ούτε ο ίδιος ο Σάχης ούτε η περιβόητη μυστική του αστυνομία, η Σαβάκ, ούτε οι Αμερικανοί σύμβουλοί του. Βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην Πολωνία με την Καθολική Εκκλησία, όμως στις ισλαμικές χώρες η ταύτιση είναι πολύ ισχυρότερη και ο αρχηγός του κράτους πρέπει να εμφανίζεται οπωσδήποτε ως πιστός. Υπογραμμίζει ο Μπρυνό Ετιέν:

«Οι καταπιεζόμενοι βιώνουν την εξέγερσή τους ενάντια στο σύστημα της κυριαρχίας μέσα στο αποκλειστικό πλαίσιο αναφοράς που προσφέρει η κυρίαρχη νομιμότητα. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις συνήθως δύσκολα μπορούν να εξοντώσουν τις μεσσιανικές εξεγέρσεις που αντλούν από την ίδια θεολογική αναφορά με εκείνη που διασφαλίζει τη νομιμότητα των κυριάρχων[15].»

Έτσι οι κήρυκες του ισλαμισμού μπορούν να καλούν σε ανατροπή των διεφθαρμένων κοσμικών ηγεσιών εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως τη χρηματοδότησή τους από τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα ή το Πακιστάν, χώρες που, παρά την εφαρμογή της σαρία, συνιστούν για τους ριζοσπάστες ισλαμιστές το ίδιο το πρότυπο της διεφθαρμένης κοσμικής εξουσίας! Στη διάρκεια της κρίσης του Κόλπου, το Μέτωπο Ισλαμικής Σωτηρίας, που χρηματοδοτούνταν από τη Σαουδική Αραβία, εγκαλούσε την αλγερινή κυβέρνηση για τη χλιαρή υποστήριξή της… στον Σαντάμ, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Τυνησία. Οι ηγεσίες των αραβικών χωρών, ειδικά οι πιο καθυστερημένες και δυτικόφιλες, προσπάθησαν μέσω των πετροδολαρίων να αμβλύνουν τη ριζοσπαστικότητα των ισλαμικών κινημάτων, στρέφοντάς τα προς μία κατεύθυνση περισσότερο νομιμόφρονα και «θεμελιακή», ώστε να τα απομακρύνουν από τον ισλαμικό πολιτικό ακτιβισμό. Κάτι παρόμοιο έπραξαν και οι περισσότερες κυβερνήσεις που, μέσα από την χρηματοδότηση τζαμιών, τη διάδοση του Κορανίου ή τις αλλαγές στη νομοθεσία προς την κατεύθυνση της σαρία, προσπάθησαν να υπερακοντίσουν την επιρροή του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Τελικά, το μόνο που πέτυχαν ήταν να παίξουν το παιγνίδι του, επανισλαμοποιώντας την κοινωνία και τον πολιτικό λόγο, και να διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στον παραγωγικό και καταναλωτικό εκδυτικισμό και την ιδεολογία των μαζών. Γιατί, βέβαια, εκείνο που κρίνει την εξάπλωση ή όχι των ριζοσπαστικών εκδοχών του Ισλάμ δεν είναι η συντηρητική ή επαναστατική –αντίστοιχα– ερμηνεία του Κορανίου, αλλά η κοινωνική και πολιτική συγκυρία που, στον σημερινό αραβικό κόσμο, συνηγορεί υπέρ μιας ριζοσπαστικής ερμηνείας.



[1] Με τον όρο ισλαμισμός δεν χαρακτηρίζουμε απλά μια θρησκεία ούτε με τη λέξη ισλαμιστές τους οπαδούς της. Για την απόδοση αυτών των εννοιών χρησιμοποιούμε τις λέξεις μουσουλμανισμός και μουσουλμάνοι. Με τον όρο ισλαμισμός αναφερόμαστε σε ένα θρησκευτικο-πολιτικό δόγμα που στοχεύει στην εφαρμογή των αρχών του Ισλάμ στην οικονομία, την πολιτική και τις κοινωνικές σχέσεις συνολικά. Ιδιαίτερα δε με τον όρο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, που αποτελεί και το καθεαυτό αντικείμενο της μελέτης μας, επιμένουμε σε ένα συγκεκριμένο κίνημα που δεν περιορίζεται στην εφαρμογή της σαρία, δηλαδή του ισλαμικού νόμου, όπως κάνει ο κατεστημένος ισλαμισμός στη Σαουδική Αραβία ή το Πακιστάν, αλλά επιδιώκει την ανατροπή των κυρίαρχων καθεστώτων στις μουσουλμανικές χώρες. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε σε ένα ρεύμα που αναπτύχθηκε στις αραβικές χώρες και το Ιράν, έστω και αν γνωρίζει σήμερα μια ταχύτατη επέκταση στο σύνολο των μουσουλμανικών χωρών, και μπορεί συχνά να επικαλύπτεται ή ακόμα και να ταυτίζεται με τον συντηρητικό ισλαμισμό.

[2] Με αυτή την τοποθέτηση δεν θέλουμε να υποστηρίξουμε ότι το σύνολο ή, έστω, η πλειοψηφία των μουσουλμάνων ακολουθεί τις αρχές του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, αλλά ότι ο τελευταίος εκφράζει, ως αιχμή του δόρατος, μια γενικότερη τάση «επανισλαμοποίησης» των περισσότερων μουσουλμανικών κοινωνιών και ότι επηρεάζει βαθύτατα ακόμα και τις πιο συντηρητικές μουσουλμανικές κυβερνήσεις, ή ακόμα και καθεστώτα που προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν μια εκκοσμικευμένη και «λαϊκή» –μη θρησκευτική– εξουσία, όπως το τουρκικό καθεστώς, το Πακιστάν, την Ινδονησία ή την Αίγυπτο. Μ’ αυτή την έννοια, ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός επηρεάζει και σφραγίζει το σύνολο του Ισλάμ.

[3] Για την εξέλιξη του Ισλάμ και του ισλαμισμού στην Ευρώπη, βλέπε Gilles Kepel, Les Banlieues de l’ Islam, Naissance d’une religion en France, Points Actuels, Παρίσι, 1991 και Ζιλ Κεπέλ, Tζιχάντ, ο ιερός πόλεμος, ό.π., σσ. 292-316. Antoine Sfeir, Les Réseaux d’ Allah, les filières islamistes en France et en Europe, Plon, Παρίσι 1997 και Alexandre Del Valle, Islamisme et Etats Unis, Une Alliance contre l’ Europe, L’ Age d’ Homme, Λωζάννη, 2001 σσ. 197-244.

[4] Βλέπε Μάικλ Άλμπερ, «Η πορεία του ενός εκατομμυρίου», περιοδικό Άρδην, τεύχος 2, Μάιος 1996.

[12] Για μια συνοπτική αλλά σχετικά πλήρη περιγραφή του ισλαμικού κινήματος, βλέπε Paul Balta, L’ Islam dans le Monde, Le Monde-Editions, Παρίσι 1991, σελ. 390, Bruno Etienne, op. cit, καθώς και Olivier Carré, op. cit. Iδιαίτερα για τον σιιτισμό, βλέπε Υann Richard L’Islam chi’ite, Fayard, Παρίσι 1991, σελ. 303.

[13] Βλέπε Maurice Lombard, Olivier Carré και Βruno Εtienne, op. cit., καθώς και Joseph Burlot, La civilisation Islamique, Hachette, Παρίσι 1990.

[14] Σχετικά με τους ασσασσίνους και τους Ισμαηλίτες γενικότερα, βλέπε το βιβλίο του Bernard Lewis, The Assassins. A radical sect in Islam, Weidenfeld and Nicholson, Λονδίνο 1967, καθώς και την ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Maxime Rodinson στη γαλλική μετάφραση του έργου Les Assassins, Berger-Levrault, Παρίσι 1982. Επίσης, Bruno Etienne και Οlivier Carré, op. cit.

[15] Bruno Étienne, op. cit., σελ. 27.

Πηγή
συνέχεια στο Οι φάσεις ανάπτυξης του ισλαμισμού, μέρος 2

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

H Σχολή Ικάρων στο αεροδρόμιο του Άργους στον πόλεμο του 1940


Το αεροδρόμιο του Άργους, όπως αναφέρεται στην πολεμική ιστοριογραφία στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, συνέβαλε τα μέγιστα στη διατήρηση της ελληνικής αεροπορίας ως πολεμικής μηχανής, ωστόσο αποτελεί βαρύνουσας ιστορικής και πολιτικής αξίας, ιδωμένο μέσα από το  πρίσμα της ηθικής αναπτέρωσης και τόνωσης των νέων ικάρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο αεροδρόμιο του Άργους στο νέο εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων, όπου συνέχισαν την εκπαίδευσή τους πυρετωδώς, για να αναδειχτούν ολοκληρωμένοι  και πλήρως  εκπαιδευμένοι ιπτάμενοι αξιωματικοί. 

Το κείμενο που ακολουθεί αποτυπώνει με ακρίβεια και στερεή τεκμηρίωση την ιστορική περίοδο, κατά την οποία επιτυγχάνεται η απήχηση της αποδοχής των Αργείων στους νέους ικάρους, οι οποίοι με τα αεροπλάνα τους κατέκλυσαν τον αργολικό ουρανό. 

Το πρώτο αεροδρόμιο του Άργους (νότια του Κουτσοποδίου) υπήρξε το 1916-1917 το επίκεντρο χρήσης των πρώτων Ελλήνων αεροπόρων των Καμπερού και Μητούση, όπου εκτελέστηκαν οι πρώτες πτήσεις με μαθητές που φοίτησαν στη Σχολή Καμπέρου. 

Στον πόλεμο του 1940 επιλέγεται από το Υπουργείο των Στρατιωτικών ως καταλληλότερο για την εκπαίδευση των ικάρων. Το αεροδρόμιο ευρίσκετο σε ομαλή πεδιάδα, κλεισμένη από βόρεια με βουνά, όπου υπάρχουν χαρακτηριστικά ανοίγματα κατάλληλα για την προσέγγιση των αεροσκαφών. Οι νότιοι άνεμοι είναι χαμηλής έντασης δίχως βίαιους πλάγιους ανέμους ή κάθετους , ώστε  να εμποδίζουν ή να καθιστούν επικίνδυνες τις προσγειώσεις ή απογειώσεις αεροσκαφών. Λόγω του ανοίγματος της πεδιάδας προς τη θάλασσα, οι νότιοι ή οι βόρειοι άνεμοι παρασύρουν τις χαμηλές  νεφώσεις. 

Έτσι, η ευρύτερη περιοχή καθίσταται κατάλληλος χώρος πτήσεως δίχως εμπόδια στην ορατότητα. Γενικά, το αεροδρόμιο δεν έκρυβε κινδύνους για τους νέους αεροπόρους. Βεβαίως, υπήρχαν ελλείψεις και ο έλεγχος  της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση. Ως στρατηγικό δε σημείο της Νότιας Ελλάδας το Αεροδρόμιο αποτέλεσε σημείο αναφοράς και οργάνωσης των αεροπορικών δυνάμεων. 

Η σχολή Ικάρων στο Άργος στον πόλεμο του 1940 

  Συμπληρώθηκε περίπου ένας μήνας από την εισαγωγή των μαθητών της 10ης σειράς των Ικάρων από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1940 και πριν ξεκινήσουν τις πρώτες πτήσεις, η φασιστική Ιταλία άρχισε κατά της Ελλάδας απειλές, παραβιάζοντας συνεχώς κατά τρόπο προκλητικό τον εναέριο χώρο της. 

Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναγκάσθηκε να λάβει μέτρα άμυνας και πολεμικής προετοιμασίας. Έτσι, διέταξε την αραίωση των αεροπλάνων της διά της μετακινήσεώς των στα προβλεπόμενα αεροδρόμια, από τα οποία θα ήταν δυνατή η δράση αλλά και η εξασφάλιση μιας ενδεχόμενης αιφνιδιαστικής προσβολής. 

Στα πλαίσια αυτά επιβαλλόταν η προετοιμασία μετακίνησης της Σχολής Ικάρων σε άλλο αεροδρόμιο. Ως τέτοιο αεροδρόμιο ορίστηκε, από τα υπάρχοντα σχέδια, το αεροδρόμιο του Άργους. Η φοίτηση στη Σχολή ήταν τριετής. Οι τελειόφοιτοι της όγδοης σειράς είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την πτητική τους εκπαίδευση και στα μέσα Νοεμβρίου ονομάζονταν Ανθυποσμηναγοί, έτοιμοι να επανδρώσουν τις Μοίρες καταδιωκτικών αεροσκαφών Ρ.Ζ.L. P 24 G και βομβαρδιστικών POTEZ-63, BLENHEIMS, FAIREY-BATTLE, ώστε να τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους, κατά τον καλύτερο τρόπο, σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Οι δευτεροετείς – ένατη σειρά – απαιτούνταν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους και βεβαίως δεν ήταν έτοιμοι να δώσουν τον υπέρ πάντων αγώνα, διότι αντιλαμβάνονταν ότι η εκπαίδευση τους δεν ήταν επαρκής, για να λάβουν δράση σε πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, περίμεναν τη μεταφορά της  στο Άργος όπως τους το ανακοίνωσαν, για ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους και  να γίνουν ετοιμοπόλεμοι αεροπόροι. Οι δε πρωτοετείς – δέκατη σειρά – δύσκολα μπορούσαν να εκτιμήσουν τις συνέπειες και τη μετακίνηση της Σχολής σε άλλο αεροδρόμιο με τα τεράστια προβλήματα μιας τέτοιας επιλογής. 

Η μεταφορά της Σχολής  στο Άργος έγινε με όλα τα μέσα συγκοινωνίας. Η εγκατάσταση του προσωπικού, γραφείων, υπηρεσιών, συνεργείων, αποθηκών έγινε σε σχολεία, σπίτια, δημόσια κτίρια. Το Διοικητήριο εγκαταστάθηκε στο τότε δημοτικό σχολείο Άργους. Η γύρω περιοχή κατακλύστηκε από τα υλικά της Σχολής, αναγκαία για την εκπαίδευση. 

Θυμάται ο αντιπτέραρχος ε.α. Γεώργιος Τσιτσόγλου της 10ης σειράς Σχολής Ικάρων: 

«Ως πρωτοετής μπήκα στη Σχολή Ικάρων-Σχολή Αεροπορίας- το Σεπτέμβριο του ΄40 και πριν οι Ιταλοί χτυπήσουν το αεροδρόμιο του Τατοΐου, μετακινηθήκαμε στο αεροδρόμιο του Άργους. Εκεί κατακλύσαμε διάφορα κτίρια της γύρω περιοχής. Αρχίσαμε τις πτήσεις ως μαθητές πρωτοετείς κάτω από δύσκολες συνθήκες. Όταν κατέρρευσε το Μέτωπο, φύγαμε για την Κρήτη. Σχεδόν είχαμε ολοκληρώσει την πτητική μας εκπαίδευση. 

Στις 21 και 22 Μαΐου- δε θυμάμαι καλά- μπήκαμε σ’ ένα βαπόρι εγγλέζικο και φύγαμε για το Πορτ Σαντ. Οι Γερμανοί  μας χτυπήσανε  στο δρόμο ανεπιτυχώς. Εμείς ήμασταν με τα σωσίβια πάνω στο κατάστρωμα, έτοιμοι να πέσομε στη θάλασσα, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Δεν προλάβαμε την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης  δευτέρου και τρίτου έτους, πήγαμε στη Νότια Ροδεσία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε. Ξεκινήσαμε εκπαίδευση με Τiger Moth και μετά με τα Harrard. Όταν τελειώσαμε με αυτά, πήγαμε στην προκεχωρημένη ζώνη να γίνουμε πλέον μάχιμοι. Άλλοι πήγανε στα Oxford κι άλλοι στα Hurricane, τα καταδιωκτικά». 

Διοικητής του εκπαιδευτικού Κέντρου ιπταμένων ήταν ο Σμήναρχος Γ. Φαλκονάκης. Οι πτήσεις άρχιζαν εντατικά περί το τέλος Νοεμβρίου, σ΄ ένα αεροδρόμιο με μεγάλες ελλείψεις. Ουσιαστικά, ήταν ένα ισοπεδωμένο χωράφι. Η βελτίωση των εγκαταστάσεων ήταν δύσκολη, είτε γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόμοι, είτε γιατί έλειπαν μεταφορικά μέσα. Μακριά από ανέσεις και ευκολίες η νέα εγκατάσταση έφερνε μεγάλες δυσκολίες και οι ελλείψεις οι οποίες  ήταν φυσικές , επηρέαζαν εν μέρει τη ζωή και την εκπαίδευση των νέων αεροπόρων. 

Όμως, το ηθικό και η αντοχή των μαθητών και των εκπαιδευτών υπερκάλυπτε τα κενά και τις ελλείψεις που δημιούργησε η νέα εγκατάστασή τους. Η εκπαίδευση- πτητική και θεωρητική- προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και προς το τέλος Μαρτίου ολοκληρώθηκε  η εκπαίδευση μεγάλου αριθμού εκπαιδευομένων. 

Το επιτελούμενο έργο για την παραγωγή νέων αεροπόρων ήταν τεράστιο και ποιοτικό. Ο φόρτος εργασίας δεν πτοούσε κανέναν, αν και οι εκπαιδευτές ήταν λίγοι και οι μαθητές πολλοί. Τα αεροπλάνα «αβρο-γιούτορ» πετούσαν συνεχώς. Ο κάθε εκπαιδευτής είχε χρεωθεί έναν αριθμό μαθητών και όφειλε να τους ετοιμάσει, να τους μάθει την πτητική τέχνη με όλες τις ασκήσεις. 


Ο ουρανός της Αργολικής γης έσφυζε κυριολεκτικά από τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα και η ευρύτερη περιοχή δονούνταν από το θόρυβο των κινητήρων. Επρόκειτο για πυκνή αεροπορική δραστηριότητα των νέων αεροπόρων, οι οποίοι στο βάθος χρόνου έθεταν τα θεμέλια της νέας αεροπορίας σ’ ένα χώρο κατάλληλο για πτητική δραστηριότητα. Στον ίδιο χώρο το 1917 οι πρώτοι Έλληνες αεροπόροι δοκίμαζαν τα «ΦΑΡΜΑΝ» , ανοίγοντας ελπίδες στους ελληνικούς ουρανούς, θέτοντας τα θεμέλια για την έναρξη της χρησιμότητας των αεροπλάνων ως μέσου προστασίας και διαφύλαξης του πάτριου εδάφους. Η Αργολική γη άνοιξε τις πύλες στους πρώτους αεροπόρους των «ΦΑΡΜΑΝ», από τα οποία κτίστηκε στα επόμενα χρόνια  η νέα αεροπορία.  Το δεύτερο μήνα λειτουργίας του εκπαιδευτικοί κέντρου ιπταμένων, τοποθετήθηκαν στο Άργος νέοι αξιωματικοί έμπειροι ιπτάμενοι, αφού έκλεισαν τον κύκλο τους σε προκεχωρημένες μονάδες στα POTEZ-63  (31η Μοίρα βομβαρδισμού). Οι νέοι εκπαιδευτές ήταν αξιωματικοί ικανοί και δυναμικοί και άρχισαν αμέσως την οργάνωση και τη συγκέντρωση  των διάσπαρτων επιστασιών, αφού από την αρχή της εγκατάστασής τους είχαν απλωθεί διάσπαρτα σχεδόν  σ’ όλη την πεδιάδα. Συγκέντρωσαν αρχικά τα καταλύματα  κοντά στο αεροδρόμιο και στη συνέχεια, αφού περιόρισαν το πρόβλημα της διασποράς του προσωπικού που είχε απλωθεί στα Φίχτια, στις Μυκήνες, στο Κουτσοπόδι και στο Άργος, συγκέντρωσαν τα διάφορα υποστηρικτικά υλικά σε κτίρια προσβάσιμα. Έτσι, διευκολύνθηκε κατά κάποιο τρόπο  το επιτελούμενο εκπαιδευτικό έργο τους. 


Το νέο αεροδρόμιο του Άργους σχεδόν ήταν τετράγωνο. Παρ’ ότι δεν είχε όλες τις διευκολύνσεις, υπήρξε το καταλληλότερο για τους μαθητές της εποχής. Οι νέοι αεροπόροι μαθητές  είχαν την ευκαιρία να ασκηθούν στην πτήση στην ευρύτερη νότια περιοχή προς τη θάλασσα και τη ΒΑ πλευρά. Τα αναγνωρίσιμα σημεία επιστροφής ήταν ορατά, χρήσιμα για κάθε μαθητή, κυρίως στο αρχικό στάδιο πτήσης. Εύκολος προσανατολισμός, ευρύτητα επίπεδης περιοχής. Έτσι, οι εκπαιδευτές μπορούσαν να παρακολουθήσουν βήμα προς βήμα την πρόοδο των νεοσσών αεροπόρων. 

Οι εκπαιδευτές παρακολουθούσαν από κοντά την πτήση του κάθε μαθητή. Γνώρισαν βεβαίως τις δυσκολίες και τους κινδύνους και ήταν αμετακίνητοι στο θέμα  της εφαρμογής των κανόνων πτήσης. Ζούσαν την αγωνία και τη συγκίνηση του μαθητή, αφού οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Γενικά, το νέο αεροδρόμιο δεν έκρυβε πολλούς κινδύνους, παρ’ ότι υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις σε βοηθήματα. Ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση. Ένα ανεμούριο καθόριζε  τη χρήση του διαδρόμου και βεβαίως ήταν εύκολο να δημιουργηθούν συνθήκες σύγχυσης, κατά την απογείωση, ή προσγείωση των αεροπλάνων. 

Αν ληφθεί υπόψη η κόπωση των εκπαιδευτών και μαθητών, σε συνδυασμό με τη σκόνη που σηκωνόταν κατά την απογείωση πολύ εύκολα θα μπορούσε να συμβεί το λάθος. Γι ̉αυτό οι εκπαιδευτές, λόγω αυτών των συνθηκών, εμψύχωναν και συμμερίζονταν την αγωνία των μαθητών, κυρίως όταν πετούσαν μόνοι τους. Μέχρι το τελικό σταμάτημα μετά την προσγείωση ήταν χρόνος δύσκολος για κάθε μαθητή σε ένα καινούριο αεροδρόμιο. 

Και τα ατυχήματα στο αεροδρόμιο του Άργους δεν έλειπαν, αλλά υπήρχαν σχετικά ανώδυνα. Τα δυο πιο σοβαρά ατυχήματα  προκλήθηκαν από  «παράβαση» των κανόνων πτήσεως. 

Ο. Ν. Παπαποστόλου, αρχηγός  της όγδοης σειράς, θυμάται: «…Σε μια διατεταγμένη πτήση, για εξάσκηση στα ρολλς (βραδεία περιστροφή περί τον άξονα της πτήσης) έχασα την ταχύτητά μου και λόγω του χαμηλού ύψους δεν μπόρεσα να ανακτήσω άνωση, πέφτοντας καρφωτός κοντά στον Πασσά, 2 χιλιόμετρα ΝΑ του αεροδρομίου. Είχα παρασυρθεί σε συνεχόμενα ρολλς και έχασα ύψος,  που αυτό ήταν η αιτία του δυστυχήματος. Το αεροπλάνο καταστράφηκε και εγώ τραυματίστηκα σοβαρά. Βρέθηκα στο Β’ στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών, ξαναβρίσκοντας τις αισθήσεις μου μετά από 48 ώρες…» 

Στη δεύτερη περίπτωση ένας δόκιμος υπαξιωματικός, σε ένα από τα πρώτα του «σόλο» με ελάχιστη πείρα, απομακρύνθηκε από την περιοχή πτήσεων περί το αεροδρόμιο του Άργους και πήγε στη Νεμέα όπου το χωριό του, και κάνοντας χαμηλές  διελεύσεις  για επίδειξη, χτύπησε  πάνω σε ένα δέντρο, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το αεροπλάνο και να βρεθεί  ο ίδιος κρεμασμένος από τις ζώνες του αλεξιπτώτου πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Με κατάγματα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Ναυπλίου. Αυτές οι επιπολαιότητες – κλασικές παραβάσεις κανόνων πτήσεων, έβαλαν τέλος στις φιλοδοξίες των δύο χειριστών, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη πατρίδα. 

Το θεαματικότερο, όμως, ατύχημα και ασφαλώς το μοναδικό στο είδος του, είναι εκείνο που έγινε σε μία εκπαίδευση ακροβατικών με έναν μαθητή και τον εκπαιδευτή Α. Αθανασούλα. 

 «…Πετούσα στη μπροστινή θέση και ο δάσκαλος μου επισμηναγός Α. Αθανασούλας μου έκανε έλεγχο στα ακροβατικά. Κάναμε όλοι τη σειρά των ακροβατικών. Σε όλα έμεινε ικανοποιημένος εκτός από τα ρολλ που κατά την ανάστροφη θέση έπεφτε η κεφαλή του αεροπλάνου κάτω από τον ορίζοντα. 

Είναι αλήθεια ότι είχα αυτή την αδυναμία. Το ρολλ ποτέ δεν το κατάφερα πολύ καλά, το έκανα βεβιασμένα. Σε μια στιγμή θέλησε να μου δείξει τη σωστή διόρθωση. Δικό μου το αεροπλάνο – μου είπε στο φωναγωγό – και άφησα το χειριστήριο. 

Χώρος πτήσης πάνω στο Άργος. Άρχισε την περιστροφή (ρολλ) και μόλις φθάσαμε ανάποδα το αεροπλάνο άρχισε να βυθίζετε και έβλεπα το έδαφος να πλησιάζει με ταχύτητα. Τότε ασυνείδητα έπιασα το χειριστήριο και το έβγαλα από την ανάστροφη βύθιση. Βρισκόμενο σε στροφή γύρισα πίσω αλλά η θέση ήταν άδεια. Σκέφθηκα μήπως ο δάσκαλός μου ήταν σκυμμένος αλλά ξαφνικά είδα ένα λευκό όγκο που έπεφτε και κατάλαβα τι είχε γίνει.  

Παρακολούθησα το αλεξίπτωτο και είδα που έπεσε σε ένα λόφο (Άγιος Ηλίας) κοντά σε μία εκκλησία  (προφανώς εννοεί την Παναγία Κατακεκρυμμένη) λίγο έξω από το Άργος. Γύρισα στο αεροδρόμιο ταραγμένος. Έσβησα τη μηχανή και πήγα αμέσως στο Διοικητή Αντισμήναρχο Ξ. Οικονόμου, που παρακολουθούσε τις πτήσεις. Έχασα τον εκπαιδευτή  μου κύριε Διοικητά, έπεσε σε ένα λόφο πού βρίσκεται λίγο έξω από το Άργος. Αφού του έδωσα περισσότερες πληροφορίες για το ατύχημα, πείσθηκε ότι κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί. Διέθεσε το αυτοκίνητο του και πήγε να βρει τον αεροπόρο. Εκείνος, αφού μάζεψε το αλεξίπτωτό του, δέχθηκε τη βοήθεια κάποιου πολίτη της περιοχής, ο οποίος τον ανέβασε πάνω σε μία αγροτική «σούστα» και τον οδήγησε προς το αεροδρόμιο. Η αγωνία του ήταν μεγάλη, αφού δεν γνώριζε την τύχη του μαθητή του. Ψάχνοντας με το αυτοκίνητό του συναντήθηκαν σε κάποιο σημείο επιστροφής. Το συμβάν αυτό έδωσε ένα μάθημα για εκπαιδευτές με μεγάλη  πείρα». 

Στα μέσα Μαρτίου συμπληρώνεται στο αεροδρόμιο του Άργους η βασική εκπαίδευση της ένατης σειράς των Ικάρων. Η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς τον Απρίλιο του 1939 έδωσε μια μικρή πίστωση χρόνου στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις  να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο. Η εκδηλωθείσα  Ιταλική επίθεση δεν αιφνιδίασε την ελληνική αεροπορία ούτε και τη σχολή Αεροπορίας, που τη βρήκε κάπως προετοιμασμένη, πλην όμως υπήρχε τεράστια αριθμητική διαφορά σε αεροπλάνα και δυναμικό. Συζητήθηκε δε η εκδοχή συνέχισης του πολέμου εκτός Ελλάδος στο πλευρό της Αγγλικής αεροπορίας με πιλότους που φοιτούσαν στο εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων του αεροδρομίου Άργους, το οποίο ήταν υπολογίσιμα δυναμικό.


«Την 6η Απριλίου 1941, γράφει ο τότε υφυπουργός Αεροπορίας Π. Οικονομάκος, έκαναν έναρξη της εισβολής τους οι Γερμανοί».  Ο ουρανός της Ελλάδος άρχισε να σκοτεινιάζει  από τα φτερά της ανίκητης μέχρι τότε «Λουφτβάφφε». Η μέχρις εκείνη τη στιγμή δράση της Ελληνικής Αεροπορίας υπήρξε μεγάλη συμβολή  στο νικηφόρο  αγώνα κατά της Ιταλίας, με αποκορύφωμα το ηρωικό κατόρθωμα αεροπόρου, μοναδικού στα αεροπορικά κατορθώματα Έλληνα πιλότου, χειριστή καταδιωκτικών Ρ.Ζ.L. ο οποίος αφού απέμεινε από πυρομαχικά, εμβόλισε εκουσίως το εχθρικό αεροπλάνο και το κατέρριψε. 

Όμως, από το σημείο αυτό της γερμανικής επέμβασης δεν ήταν δυνατό να αμυνθούμε αποτελεσματικά με τα αεροσκάφη που διαθέταμε. Οι Έλληνες αεροπόροι αναδιπλωμένοι  αντιμετώπισαν τη συντριπτικά υπερέχουσα «Λουφτβάφφε». Το Υπουργείο Αεροπορίας προβαίνει σε μία επιβαλλόμενη από τα πράγματα λύση και βγάζει  την από 13-4-1941 Α.Π. Γενική Διαταγή. 

 «Λαβόντες υπ ̉όψιν την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, εντελλόμεθα τα κάτωθι: Αι Αεροπορικαί μονάδες, υπηρεσίαι και καταστήματα παραλήπται της παρούσης να μεριμνώσι διά την εν καιρώ αχρήστευσιν παντός υλικού και εφοδίων, να καταστρέψωσιν τα μη μετακινούμενα αεροσκάφη. Άπαντες οι Αξιωματικοί ιπτάμενοι και μηχανικοί υπαξιωματικοί πλην των ορισθησομένων υπό των Διοικητών και Διευθυντών θα αναχωρήσωσι δι’ Εκπαιδευτικόν Κέντρον Ιπταμένων Αεροδρόμιο Άργους…» 

Ο Πρόεδρος Κυβερνήσεως  

Και Υπουργός Αεροπορίας   

ΑΛΕΞ. ΚΟΥΡΟΥΤΗΣ 

Με βάση αυτή τη διαταγή άρχισε η σύμπτυξη των αεροπορικών Μονάδων, που κάτω από τα σφυροκοπήματα  της Γερμανικής Αεροπορίας άρχισε να μετακινείται προς το  αεροδρόμιο του Άργους. Τα εναπομείναντα ελληνικά καταδιωκτικά  εξακολουθούσαν το έργο τους, σε μια καταδικασμένη προσπάθεια να αναχαιτίσουν τη γερμανική «Λουφτβάφφε». Αυτή ήταν η φοβερή Γερμανική Πολεμική Αεροπορία αποτελούμενη από μονάδες βομβαρδισμού «ΓΙΟΥΝΚΕΡΣ 88», «ΧΕΝΚΕΛ 111» καθέτου εφορμήσεως «94-87 (SΤUKAS)»  και διώξεως «109» και «110» καθώς και από μονάδες μεταφορών «Ju 52», συνολικού αριθμού 1000 αεροσκαφών, συγχρονισμένων τύπων, η οποία  ενεργούσε κατά μάζας  επιδρομές απανταχού της χώρας. Έναντι τούτων, η Ελληνική Αεροπορία διέθετε μικρό αριθμό αεροσκαφών  και με τα αεροσκάφη αυτά οι αεροπόροι μας εξακολουθούσαν να μάχονται με αμείωτο ηθικό και δεν σταμάτησαν να μάχονται οι τελευταίοι αυτοί πολεμιστές του έπους της Αλβανίας, παρά μόνο αφού έδωσαν την αερομαχία των Τρικάλων έναντι των Γερμανικών «ΜΕ-109» στις 15 Απριλίου. Φτάνουν με κάθε μέσο τμήμα Μονάδων και αυτόματα μπαίνουν κάτω από τη Διοίκηση του Σμηνάρχου Φίλιππα: 

  Αρ. πρωτ.2953/16-4-41 

  ΔΙΑΤΑΓΗ  

  Τίθημι υπό τας διαταγάς υμών άπαντας τους μετακινουμένους βάσει της υπ ̉αριθ. 2952/Δ/γης Υ.Α. 

Οι ανωτέρω και άπαν το προσωπικόν του υφ ̉υμάς κέντρου  θέλουσι επιβιβασθεί  εις Ναύπλιον  προς μεταφοράν. 

Διά την επιβίβασαν ταύτην θέλετε διατάξει και ενεργήσει τα δέοντα συνεννοούμενοι προς τούτο μετά των υπό του Υπουργείου των Ναυτικών εντεταλμένων αξιωματικών εις τρόπον ώστε να συντελεσθεί αυτή κατά το ταχύτερον και ασφαλέστερον τρόπον. 

Εν περιπτώσει μη υπάρξεως επαρκών πλωτών μέσων , καθορίζω ως κατωτέρω την σειράν προτεραιότητος κατά την επιβίβασιν. α) Αξιωματικοί β) Μαθηταί γ) Μηχανοσυνθέται δ) λοιπαί ειδικότητες ε) λοιπόν προσωπικόν. 

αποδέκται: Εκπαιδευτικόν Κέντρον. 

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ 

Π. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΣ  

Υποστράτηγος 


Η τελευταία αυτή διαταγή που καθόριζε τις προτεραιότητες, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ανησυχίες και ταραχές, ιδιαίτερα γιατί υπήρχαν άγνοια και αμφιβολίες για τις δυνατότητες μεταφοράς των πλωτών μέσων. Η  πειθαρχία διασαλεύτηκε σοβαρά, ιδιαιτέρα γιατί πέραν από τις ανησυχίες, προθέσεις σκέψεις και αποφάσεις που είχαν αφορμές ή ελατήρια υπηρεσιακά ή ατομικά συμφέροντα, επέδρασαν και άλλοι παράγοντες αντικαθεστωτικών. Ιδιαίτερα κρίσιμη ήταν η κατάσταση, όταν διαδόθηκε στο Άργος ότι η κυβέρνηση με το βασιλιά είχαν φύγει στο εξωτερικό. 

Λίγες ημέρες πριν ολοκληρωθεί η Γερμανική κατοχή στην Ηπειρωτική Ελλάδα, το εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων στο Άργος προετοιμάζεται για την μεταφορά του στην Κρήτη με δύο πλοία, που βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα «Αβρό-621» και Μπρεγκέ καταστράφηκαν, αφού τα καύσιμα δεν επαρκούσαν να φθάσουν στην Κρήτη. Αυτή ήταν μια σκληρή πραγματικότητα και οι Ίκαροι δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, μια και πετούσαν με τα «Μπρεγκέ» στους ουρανούς της Αργολικής γης. 

Ο Σμήναρχος ε.α. Χάρης Παρασκάκης, σε μια από τις μαρτυρίες του στη ταραγμένη περίοδο  της μαζικής φυγής της Αεροπορίας, περιγράφει τη φυγή ως ακολούθως: 

«Το Αλβανικό με βρήκε δόκιμο Αξιωματικό στη Σχολή Αεροπορίας. Μετακομίσαμε από το Τατόι στο Άργος και αφού ολοκληρώσαμε την εκπαίδευση στο μεγαλύτερο μέρος της, τη Μεγάλη Πέμπτη του ̉41 φύγαμε από το Ναύπλιο για την Κρήτη. Η Αεροπορία και η Σχολή χωριστά από τον Στρατό. Σε άλλα πλοία. Μόλις φθάσαμε στη Σούδα  δεχόμεθα ισχυρό βομβαρδισμό από τα Stukas. Εκεί ο διοικητής μας είπε: «ο σώζων ευατόν σωθήτω!» Εγώ πήγα και χώθηκα  κάτω από έναν βράχο. Την άλλη μέρα μετέδωσαν τα ραδιόφωνα ότι τα Stukas βύθισαν το πλοίο που μετέφερε τους αεροπόρους από το Άργος. Στην πραγματικότητα χτύπησαν το πλοίο που μετέφερε το Στρατό. Έκτοτε οι γονείς μου διαρκούσης της κατοχής, έπαιρναν επίδομα ως θύματα πολέμου. Εγώ δεν μπορούσα να τους ειδοποιήσω. Με διαταγή πήγαμε στη Μέση Ανατολή στην Έρημο του Κασασίν και στη συνέχεια στη Ροδεσία. Εκεί συνεχίσαμε την εκπαίδευση, αφού στο Άργος δεν την ολοκληρώσαμε. Εκεί κάναμε στοιχειώδη εκπαίδευση τεχνικής φύσεως. Ήταν πολύ δύσκολα, όμως μας άρεσε. Αγαπούσαμε το αεροπλάνο». 

Την όλη επιχείρηση συγκέντρωσης των μαθητών και άλλων αεροπόρων την είχε αναλάβει ο Σμήναρχος Στ. Φίλιππας. Το Άργος υπήρξε σημείο εκκίνησης για τη μεγάλη φυγή προς τη Μέση Ανατολή. Η μονάδα της Αεροπορίας είχε δοθεί εντολή να διαλυθεί και να γίνει διανομή του υλικού  στους κατοίκους της περιοχής. Όλα τα υλικά, κρεβάτια, στρώματα, ιματισμό και ό,τι στρατιωτικό υλικό υπήρχε σε χρόνο ρεκόρ! μοιράστηκαν στους Αργείτες. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε ο φρούραρχος της περιοχής να τα μοιραστούν καλύτερα οι Αργείτες παρά να τα κατασχέσουν και να τα χρησιμοποιήσουν οι Γερμανοί. 

   

Η σχολή πολυβολητών  ασυρματιστών στο αεροδρόμιο του Άργους 


Για την ικανοποίηση των αναγκών της Πολεμικής Αεροπορίας σε πλήρωμα, λειτούργησε η Σχολή Πολυβολητών – Ασυρματιστών, με έδρα το Ελληνικό (Χασάνι). Με την είσοδο, όμως , των Γερμανών και τη ραγδαία κατάρρευση της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας, η παρουσία των εκπαιδευτικών αεροπλάνων «ΑΒΡΟ» στο Ελληνικό δεν είχε κανένα πρακτικό σκοπό, αντίθετα αποτελούσαν με τα άλλα αεροπλάνα της RAF  ελκυστικό στόχο των Γερμανών. 

Έτσι, σε εφαρμογή διαταγής  του Υπουργείου Αεροπορίας, ο Διοικητής της Μοίρας Σμηναγός Λουκίδης διέταξε την μεταφορά των έξι εκπαιδευτικών αεροσκαφών στο Αεροδρόμιο του Άργους, όπου εκεί είχε μεταφερθεί και η Σχολή του Κέντρου Εκπαίδευσης Ιπταμένων. Για τη μεταφορά αυτή ανταποκρίθηκαν πέντε υπαξιωματικοί πιλότοι, οι Γαλανόπουλος Δ., Φράγκος Ν., Καβουρίνος Ν., Πολυμέρης Δ. και Παναγουλάκης Ηλ., και ο έφεδρος επισμηνίας Αδοσίδης. 

Πέταξαν Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που σε άλλους χώρους του αεροδρομίου καταστρέφονταν και καίγονταν υλικά από αποθήκες που δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Όταν προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο του Άργους, πληροφορηθήκαν ότι υπήρχε εντολή να καούν όσα αεροπλάνα και υλικά δεν μπορούσαν να μεταφερθούν. Η είδηση αυτή γέμισε πικρία  τους έξι πιλότους, που τα είχαν μεταφέρει στο Άργος και είχαν αποφασίσει να τα διασώσουν, μεταφέροντας τα στην Κρήτη. 

Χαράλαμπος Μαυρίδης 

Αξιωματικός Πολεμικής Αεροπορίας 

«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 3, Δεκέμβριος 2005. 

  

Βιβλιογραφία 

Ηλία Δ. Καρταλαμάκη,  Η αεροπορία στον πόλεμο του 1940, Αθήνα 1990. 

Έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων. 

Εφ. «Καθημερινή» Επτά ημέρες,  «Πολεμική Αεροπορία 1951-1944»,  14 Νοεμβρίου 2004. 

Στρατιωτική Ναυτική – Αεροπορική Εγκυκλοπαίδεια.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Tutorial Using Wireshark

Tutorial Using Wireshark

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

How to Hack a Web Site


How to Hack a Web Site
In this first lecture of the Fall 2010 series, Dr. Loveland and her special guest Eve Hacker take you on a precautionary journey regarding computer security, with a talk entitled "How to Hack a Web Site".

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Η έννοια της αιτιότητας και η προσέγγισή του Αριστοτέλη και του Χιούμ

Καταρχήν, πριν ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με τις προσεγγίσεις του Αριστοτέλη και του Hume στο ζήτημα της αιτιότητας είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η έννοια αυτής. Όταν κάποιος κάνει λόγο για αιτιότητα αναφέρεται στη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, δηλαδή στο πως κάτι επιδρά στο διπλανό του. Η έννοια της αιτιότητας είναι παλαιότερη του Αριστοτέλη, την συναντούμε ήδη στον φιλόσοφο Αναξίμανδρο από τη Μίλητο ο οποίος σημειώνει: «όλα τα πράγματα πληρώνουν ανάμεσά τους ποινή και αποζημίωση για την αδικία που παθαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα». Μέσα από την μελέτη της αιτιότητας κερδίζουμε γνώση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την απόκτηση δύναμης πάνω στη φύση. Εάν δηλαδή γνωρίζουμε τα αίτια κάποιων ανεπιθύμητων γεγονότων που διαδραματίζονται στη φύση, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες ή σεισμοί μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα αποτρέψουμε από το να συμβούν.

Τη συζήτηση γύρω από την αιτιότητα τη διακρίνουμε σε δύο μέρη, το ένα είναι το μεταφυσικό και το άλλο, το γνωσιολογικό. Το πρώτο μέρος είναι η φύση της σύνδεσης ανάμεσα στην αιτία και του αποτέλεσμα. Η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα πώς η αιτία θα φέρει το αποτέλεσμα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το επιστημονικό μέρος το οποίο ασχολείται με το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η αιτιακή γνώση. Κι αν τελικά αυτή είναι δυνατή με ποιο τρόπο μπορεί να αποκτηθεί.


Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Αριστοτέλη

Εκείνος που έθεσε τις βάσεις του αιτίου και του αιτιατού ήταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Η έννοια της αιτιότητας αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα που ασχολείται ο Αριστοτέλης στα βιβλία του Φυσικά αλλά και Μετά Φυσικά. Για τον Αριστοτέλη κάθε γεγονός έχει και μια αιτία και η γνώση των αιτιών αυτών είναι επιστήμη. Στο Β’ βιβλίο του στα Φυσικά αναφέρει ότι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα είναι αναγκαία τέσσερα αίτια φυσικών
διαδικασιών από τα οποία κανένα ποτέ δεν είναι επαρκές από μόνο του. Συνοπτικά τα τέσσερα αυτά αίτια είναι : το υλικό αίτιο που αφορά την ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, το ποιητικό αίτιο το οποίο αναφέρεται σε εκείνο που δημιούργησε το αντικείμενο, το ειδικό ή μορφικό αίτιο που είναι το είδος ή η μορφή του αντικειμένου και το τελικό αίτιο το οποίο αναφέρεται στο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε κάτι.

Για να κατανοηθούν καλύτερα τα τέσσερα αίτια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα. Έστω ότι το παράδειγμά μας είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός τραπεζιού. Το υλικό αίτιο στην περίπτωση αυτή θα είναι το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί το συγκεκριμένο τραπέζι (γυαλί, ξύλο, μέταλλο). Το ποιητικό αίτιο θα είναι ο επιπλοποιός, ο άνθρωπος δηλαδή που κατασκεύασε το τραπέζι. Ειδικό ή μορφικό αίτιο είναι η μορφή, το σχήμα ακόμα και το χρώμα που χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του τραπεζιού αυτού. Το τελικό αίτιο έχει να κάνει με το σκοπό, το λόγο για τον οποίο δημιούργησε ο τεχνίτης το τραπέζι αυτό. Θα μπορούσε έστω στο συγκεκριμένο παράδειγμα να είναι το τελικό αίτιο η εκτέλεση μιας παραγγελίας ή η χρησιμοποίηση του τραπεζιού στο σπίτι του επιπλοποιού για την τοποθέτηση του φαγητού. Αυτό το παράδειγμα αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των αιτιών στις ανθρώπινες δημιουργίες.

Στρεφόμενοι στα έργα της φύσης αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται επιτακτικό το ερώτημα γύρω από τη λειτουργία αλλά και παρουσία του τελικού αιτίου. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης είναι αυτό του βελανιδιού που πέφτει στο έδαφος και με τις κατάλληλες συνθήκες, όπως το φως του ήλιου και η θρέψη της γης το βοηθούν να εξελιχθεί σε βελανιδιά. Ο Αριστοτέλης λέει εδώ πως το βελανίδι κρύβει μέσα του τη βελανιδιά, μέσα του ο σπόρος δηλαδή, περιέχει το σκοπό. Η εξέλιξη του σπόρου σε βελανιδιά είναι την ίδια στιγμή τελικό αλλά και μορφικό αίτιο, καθώς η μορφή η τελική του, είναι να γίνει βελανιδιά όπως και ο προορισμός του.

Αν ο σπόρος ήταν παρμένος από ένα καλαμπόκι, που θα το φύτευε και θα τον έθρεφε ο άνθρωπος, θα καταλήγαμε με ένα διαφορετικό τελικό προϊόν, ένα καλαμπόκι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το τέλος που πρόκειται να επιτευχθεί και η μορφή που πρόκειται να πάρει ο σπόρος καθώς θα αναπτυχθεί βρίσκονται εκεί από την αρχή, μέσα στο σπόρο, που με την απαραίτητη φροντίδα εξελίσσεται σε ένα ώριμο φυτό. Δεν είναι ενεργητικά παρόντα, γιατί ειδάλλως το βελανίδι θα ήταν βελανιδιά. Είναι όμως δυνητικά παρόντα (εν δυνάμει βελανιδιά). Η διαφορά βρίσκεται στη δυνατότητα που υπάρχει στο σπόρο και συντελεί ώστε το ένα σπέρμα να εξελιχθεί με έναν τρόπο και το άλλο σπέρμα να εξελιχθεί με έναν άλλο. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η «εντελέχεια» του ενός σπέρματος είναι διαφορετική από την «εντελέχεια» του άλλου. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε γενετικό κώδικα στο σπέρμα ο οποίος του δίνει μια σειρά από οδηγίες για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του, η όποια διαφέρει από τη σειρά οδηγιών που δίνεται από τον γενετικό κώδικα στο άλλο σπέρμα. 

Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η γνώση του σκοπού της λειτουργίας πολλών πραγμάτων είναι αναγκαία ώστε να καταλάβουμε την λειτουργία τους. Για να εξηγήσουμε κάτι όπως το γιατί ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα πρέπει να αναζητήσουμε το σκοπό του εργαλείου, ποια είναι η λειτουργία του. Στον κόσμο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε το τυχαίο, αλλά όλα είναι οργανωμένα και έχουν κάποιο σκοπό. Κάθε πράγμα εξελίσσεται ώσπου να φτάσει στο τέλος που του καθορίζεται από τη φύση.

Ο Αριστοτέλης δεν δέχθηκε το ενδεχόμενο της αρχής του σύμπαντος, ότι δηλαδή προέκυψε μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς ήταν υπέρμαχος της αντίληψης ότι τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν. Το σύμπαν για εκείνον είναι αιώνιο, μια τεράστια σφαίρα την οποία την χωρίζει ένα σφαιρικό κέλυφος όπου είναι τοποθετημένη η Σελήνη στα δυο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακόμη, πως η φύση ενός πράγματος αποτελεί την εσωτερική πηγή του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, καθώς και κύριο αίτιο των μεταβολών που μπορεί να υποστεί. Τα πάντα είναι αποτέλεσμα της φύσης, τίποτα δεν έχει τυχαία ή τεχνητή προέλευση. Εφόσον λοιπόν για την φυσική μεταβολή όλων των πραγμάτων καθοριστικός παράγοντας είναι η φύση τους, είναι επόμενο η μελέτη της να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Στην περίπτωση που τα πάντα βρίσκονταν στον φυσικό τους τόπο και καμιά εξωτερική δύναμη δεν εφαρμοζόταν στα πράγματα, τότε φαίνεται κατά τον Αριστοτέλη ότι ο κόσμος θα παρέμενε στάσιμος, αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει καθώς όλα τα φυσικά πράγματα βρίσκονται πάντοτε σε κατάσταση μεταβολής. Εδώ εντοπίζεται και ο πραγματικός δυναμισμός του αριστοτελικού κόσμου, στη φύση του αντικειμένου και όχι στην τοποθεσία του. Αυτό αποτελεί και το κεντρικό αντικείμενο σπουδών στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η φύση είναι εσωτερική πηγή μεταβολών που πραγματοποιήθηκε σε κάθε φυσικό σώμα.

Ο Αριστοτέλης υποστήριξε την ανάγκη για σαφής διάκριση ανάμεσα στη κατανόησης ενός γεγονότος και στη κατανόησης του λόγου για τον οποίο συνέβη. Γι αυτό χρησιμοποίησε τις λέξεις διότι και αιτία, αν και τα δύο είδη προέρχονται μέσα από παραγωγικό συλλογισμό, εντούτοις μόνο το τελευταίο μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονικό καθώς είναι το μόνο που συνδέεται με τη γνώση των αιτιών. Αξίζει να αναφέρουμε με παράδειγμα τις περιπτώσεις παραγωγικού συλλογισμού που αναφέρονται στα Αναλυτικά Ύστερα: Α:Οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Ό,τι δεν ακτινοβολεί είναι κοντά. Συνεπώς οι πλανήτες είναι κοντά. Β: Οι πλανήτες είναι κοντά. Ό,τι είναι κοντά δεν ακτινοβολεί. Άρα οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Πρόκειται για δυο συλλογισμούς που και οι δύο αποτελούν επιχειρήματα της μορφής ( Α=Β και Β=Γ, Άρα Α=Γ). Η διαφορά τους βρίσκεται στο μέσο όρο που παραθέτει μια αιτία. Αυτό που αναζητείται είναι ο αιτιακός σύνδεσμος ενώνει το Α και το Γ.  Αριστοτέλης τονίζει ότι τα επιχειρήματα θα πρέπει να έχουν μια ασυμμετρία. Βέβαια για εκείνον μία πλήρης αιτιακή εξήγηση πρέπει να αναφέρει και τις τέσσερις αιτίες.



Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Ντέιβιντ Χιούμ


Ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) υπήρξε η πιο διακεκριμένη μορφή του σκοτσέζικου πολιτισμού. Διπλά εμπειριστής ο ίδιος άσκησε τεράστια επίδραση και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της φιλοσοφίας με το βάθος των προβλημάτων που έθεσε. Θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι εμπειρική επιστήμη και ότι όλα τα ακατέργαστα προϊόντα της σκέψης και της αντίληψης προέρχονται από την αισθητηριακή εμπειρία και συνδέονται μεταξύ τους με συσχετισμούς που συνηθίζουμε να κάνουμε. Από την πείρα μας συνδέουμε το κρύο με τον πάγο και τη ζέστη με τη φωτιά. Εάν όμως δεν είχαμε το βίωμα της ζέστης, τότε δε θα ήταν δυνατό για το νου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η φωτιά παράγει θερμότητα. Η φιλοσοφία του Χιούμ χαρακτηρίζεται ως περιγραφική ψυχολογία. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των συνειρμών την οποία δανείζεται από τον Χάρτλεϊ και την επεξεργάζεται κατάλληλα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Ο νους του ανθρώπου έχει ένα είδος «φυσικής τεμπελιάς» και βασιζόμενος στις πιο εμφανείς ομοιότητες των αισθητηριακών εμπειριών προχωρά σε κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή τους αδιαφορώντας για επιμέρους χαρακτηριστικά. Σε συνδυασμό με τη συνήθεια που παίζει βασικό ρόλο προχωράει σε συσχετισμό των ιδεών.


Η σημαντικότερη συνεισφορά του Χιουμ αφορά την αποκαθήλωση της σχέσης αιτιότητας. Γνωρίζοντας ότι στη βάση της αιτιότητας στηρίζεται η βεβαιότητά μας για τον κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αμφισβήτηση που πρόβαλε ο Χιουμ στην έννοια αυτή, προκάλεσε ισχυρό χτύπημα στα θεμέλια της γνώσης. Αρχικά, ας δούμε ποιές είναι οι τρεις συνθήκες για τη λειτουργία όλων των αιτιών: α) η συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο, β) η προτεραιότητα στο χρόνο της αιτίας, ότι δηλαδή, πρώτα λαμβάνει χώρα η αιτία και κατόπιν ακολουθεί το αποτέλεσμα και γ) η σταθερή σύζευξη αιτίας και αποτελέσματος, ότι κάθε φορά που θα χτυπάω μια μπάλα σε μια άλλη, θα συμβαίνει πάντοτε το ίδιο. Η τρίτη συνθήκη είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς από μόνη της η διαδοχή γεγονότων δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωση αιτιακής σχέσης. Η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι η νύχτα είναι αιτία της μέρας.

Αυτό που ονομάζεται αναγκαία σχέση, για τον Χιουμ αποτελεί απλώς μια γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Παρ’ότι γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι για την ισχύ ενός φυσικού νόμου, όπως είναι η θερμοκρασία στην οποία εξατμίζεται το νερό, καθώς όσες φορές έγινε το συγκεκριμένο πείραμα παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο, εντούτοις δεν μπορεί να ισχύει εξίσου για το μέλλον. Η ψυχολογική μας προδιάθεση στηριζόμενη στη συνήθεια και την παρατήρηση επαναλαμβανόμενων φαινομένων στο παρελθόν μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι η φύση λειτουργεί ομοιόμορφα. Η σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι μια ψυχολογική σχέση, εφόσον ακόμα και μια διατύπωση ενός φυσικού νόμου στηρίζεται σε παρατηρήσεις ανθρώπων κατά το παρελθόν, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το φαινόμενο αλλάξει τελικά στο μέλλον.

«Υπάρχουν τέσσερα σημαντικά σημεία στην πρωτότυπη σημεία στην ανάλυση της αιτιότητας από τον Χιούμ. Μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:

1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.

Η κάθε μια από αυτές τις αρχές μπορεί να απομονωθεί από τον ψυχολογικό μηχανισμό εντυπώσεων και ιδεών στον οποίο είναι ενσωματωμένη η πραγματική περιγραφή του Χιουμ. Καθεμιά εξ αυτών δικαιούται, και έχει υποβληθεί σε, εξονυχιστική φιλοσοφική εξέταση. Κάποιες από αυτές υπέστησαν, την ερευνητική κριτική του Καντ, ενώ άλλες τροποποιήθηκαν ή απορρίφθηκαν από πιο σύγχρονους φιλοσόφους. Όμως, η ατζέντα της συζήτησης για την αιτιακή σχέση παραμένει μέχρι σήμερα όπως την όρισε ο Χιούμ»


Αν και εκ διαμέτρου διαφορετικές οι προσεγγίσεις του ζητήματος της αιτιότητα από τους δυο φιλόσοφους τον Αριστοτέλη και τον Χιούμ, οι προτάσεις και των δυο επηρέασαν τη σκέψη και τις θεωρίες πολλών μεταγενέστερων φιλόσόφων τους και δημιούργησαν ακραία και αντίθετα ρεύματα όπως εκείνα του ντετερμινισμού και της απροσδιοριστίας. Οι απόψεις του Αριστοτέλη έγιναν οι περισσότερες αποδεκτές στα μετέπειτα χρόνια και κυρίως κατά το Μεσαίωνα. Κυρίως έγινε αποδεκτό ως απόλυτο ποιητικό αίτιο ο Θεός. Η Αριστοτελική αρχή της αιτιότητας επικράτησε αρκετά στη φιλοσοφική σκέψη μέχρι να την υποβάλλει σε αυστηρή κριτική, να την απομυθοποιήσει και να την αναγάγει στην ψυχολογική της διάσταση, από την μεριά των ανθρώπων ο Χιουμ.

Πηγή:
Η έννοια της αιτιότητας και η προσέγγισή του Αριστοτέλη και του Χιούμ

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Υπόθεση Μέρτεν Μαϊος 1957

Η Υπόθεση Μέρτεν που εξελίχθηκε στη συνέχεια σε σκάνδαλο Μέρτεν αφορούσε ένα αξιωματικό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου, τον Μαξ Μέρτεν, που η παρουσία του στην Ελλάδα δημιούργησε αναστάτωση τον Μάιο του 1957.

Μαξ Μέρτεν

Ο Μαξ Μέρτεν (1911-1976) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων, (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού της δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράυσλερ.
Στην Ελλάδα ήλθε τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές των περιπτώσεων και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου.
Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αυτών και αποκαλούνταν «Δήμιος της Θεσσαλονίκης», ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».
Υπόθεση Μέρτεν

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή η υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957, όταν ο Γερμανός εγκληματίας έφθασε στη Θεσσαλονίκη για διακοπές και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947.
Όταν μετά την αναγνώρισή του από κάποια από τα θύματά του ακολούθησε σχετικός σάλος από κάποιο δημοσίευμα, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διαπρεπής νομικός, Ανδρέας Τούσης εξέδωσε ένταλμα σύλληψής του τον Μάρτιο του 1958. Την εντολή εκτέλεσε ο Εισαγγελέας Θεσσαλονίκης Ταρασουλέας, ο οποίος τον συνέλαβε και τον έστειλε δέσμιο στην Αθήνα, όπου και ο πρώτος του απάγγειλε κατηγορίες για εγκλήματα Πολέμου διατάσσοντας την προφυλάκισή του, στις φυλακές Αβέρωφ στις οποίες και οδηγήθηκε.
Ξένες παρεμβάσεις
Σχεδόν αμέσως όμως, με την προφυλάκισή του, ξεκίνησε μια σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκισή του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή. Παράλληλα ο τότε σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα Λόφλιν Κάμπελ, από το πρώτο βράδυ της σύλληψης του Μέρτεν φέρεται να ενημέρωσε τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι «απαίτηση της Ουάσιγκτον» είναι (αντίθετα) να δικαστεί ο Μέρτεν ως εγκληματίας πολέμου
Πολιτική αντιμετώπιση
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια να υποχωρεί στις πιέσεις, μέσω πρέσβη, του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς σε λίγο χρόνο (Φθινόπωρο 1958) αναμένονταν και η σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομ. μάρκων. Έτσι σε σύντομο σχετικά διάστημα τον Ιανουάριο του 1959 η ελληνική κυβέρνηση ευρισκόμενη σε πανικό προωθεί και ψηφίζει το Νομοθετικό Διάταγμα, «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης», που χαρακτηρίστηκε από τους νομικούς κύκλους έκτρωμα. Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωνε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν».
Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Τάιμς στο Λονδίνο λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφε «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κ. Μητσοτάκη (από το κόμμα των Φιλελευθέρων), του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου (αμφότεροι εκ μέρους ΕΔΑ) που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα, παρά τη τότε διάψευση του Ε. Αβέρωφ παρότι ο υπουργός της δικαιοσύνης το είχε χαρακτηρίσει εμπόδιο.
Στο δε ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών σχετικά με τον νόμο ο τότε καθηγητής Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, θείος εξ αγχιστείας του πρωθυπουργού, δήλωσε από το επίσημο βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν δυσφορία και οργή. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.
Έτσι η ελληνική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε να εκδώσει νέο Νομοθετικό Διάταγμα στο οποίο εξαιρούσε τον Μέρτεν από τη εφαρμογή του προηγουμένου.

Η δίκη Μέρτεν
Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας, με κατηγορητήριο που περιελάμβανε μεταξύ άλλων και 650 δολοφονίες. Τη δίκη εκείνη, που είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον, παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοινώνει την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του επιβλήθηκε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση.
Αποφυλάκιση και απέλαση του Μέρτεν [Επεξεργασία]
Στις 5 Νοεμβρίου του 1959 η κυβέρνηση, με τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας, προχώρησε στην αποφυλάκιση και στην απέλαση του Μέρτεν, στη Δυτική Γερμανία.[1][2] Στις 28 Σεπτεμβρίου 1960, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ηχώ του Αμβούργου» και στο περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», αφηγήσεις του Μέρτεν σύμφωνα με τις οποίες ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Γεώργιος Θεμελής και η σύζυγος του Δημήτρη Μακρή, Δοξούλα Λεοντίδη, υπήρξαν συνεργάτες των Γερμανών κατά τη διάρκεια της κατοχής. Τα δημοσιεύματα των γερμανικών εντύπων αναδημοσιεύτηκαν από τον αθηναϊκό τύπο και προκάλεσαν σάλο στην Ελλάδα. Το θέμα απασχόλησε και τη βουλή, με την κυβέρνηση να δέχεται έντονα πυρά από κόμματα της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση διέψευσε κατηγορηματικά τον Μέρτεν, άλλα απέφυγε να απαντήσει στα ερωτήματα και στις καταγγελίες της ΕΔΑ, της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένταση στη βουλή και η συνεδρίαση να διακοπεί.[1][3][4]

Σημειώσεις

Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο, στοιχεία για τον Μαξ Μέρτεν έχουν ληφθεί από την κατάθεση που έδωσε ο Γερμανός Ντήτερ Βισλιτσένυ[εκκρεμεί παραπομπή], (που υπηρετούσε την ίδια εποχή στη Θεσσαλονίκη) στις 27 Ιουνίου του 1947 στη Μπρατισλάβα. Συμπτωματικά δε, και ακριβώς την ίδια περίοδο, στο διοικητήριο της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη, υπηρετούσε τότε και ο Κουρτ Βαλντχάιμ, που διετέλεσε μετέπειτα Γ.Γ. του ΟΗΕ και στη συνέχεια πρόεδρος της Αυστρίας.
Ο εβραϊκός εκείνος θησαυρός εκτιμήθηκε πως ένα μέρος του μεταφέρθηκε στη Γερμανία και το υπόλοιπο κρύφτηκε κάπου στη Μακεδονία (Χαλκιδική).[εκκρεμεί παραπομπή]
Η Ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης αν και ζήτησε να παραστεί στη Δίκη ως πολιτική αγωγή δεν έγινε αυτό δεκτό. Αντ΄ αυτού έγινε αποδεκτό ειδικό υπόμνημα των διωγμών που είχαν υποστεί τα μέλη της στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που περιελάμβανε κατάλογο μαρτύρων κατηγορίας.
Στη δίκη ακούστηκαν πολλές μαρτυρίες μερικές από τις οποίες υπήρξαν πράγματι πολύ σοβαρές όπως π.χ. του μάρτυρα κατηγορίας και επιχειρηματία Δαυίδ Μπενρουμπή, που δεν αμφισβήτησε ο κατηγορούμενος, αλλά και άλλες που άγγιζαν το μύθευμα και τη φαντασιοπληξία[εκκρεμεί παραπομπή]. Σχετικά με τις μαρτυρίες και τα γενοκτονικά εγκλήματα γενικότερα που έγιναν σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης τα έχει περιγράψει με συγκλονιστικό τρόπο στο χρονικό του ο Γιώργος Θεοτοκάς, στο βιβλίο του με τίτλο "Ασθενείς και οδοιπόροι".
Παραπομπές

↑ 1,0 1,1 Ριζοσπάστης 1960: Συγκλονίζει η «υπόθεση Μαξ Μέρτεν» (16-10-2001)
↑ Καθημερινή Tο Oλοκαύτωμα των Eλλήνων Eβραίων
↑ Τα Νέα Αφιέρωμα ο Ελληνικός 20ος αιώνας τα γεγονότα 1960
↑ Αφιερώματα, υπόθεση Μέρτεν

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Κουτί της Πανδώρας Υπόθεση Μέρτεν
Αφιερώματα, υπόθεση Μέρτεν
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου, «Οι χαμένες επιταγές του Μέρτεν», Θεσσαλονικέων Πόλις 18 (Σεπτέμβριος 2005), 40-61.

wikipedia

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης μετά τη συνθήκη της Λωζάννης


1. Εισαγωγή

Η θεσμική οργάνωση της ρωμαίικης μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη είναι το ζήτημα που θα μας απασχολήσει. Θα μελετηθεί η συγκεκριμένη μειονότητα και όχι η άμεση σχέση της με τις κρατικές πολιτικές που υιοθέτησαν τόσο το τουρκικό όσο και το ελληνικό κράτος απέναντί της. Σαφώς και οι διεθνείς συγκυρίες και οι πολιτικές σχέσεις των δύο κρατών επηρέασαν και επηρεάζουν καταλυτικά τη μειονότητα. Είναι όμως σημαντικό να διερευνήσουμε πώς αυτοοργανώνεται η ρωμαίικη μειονότητα και ποιοι είναι οι ρυθμιστικοί παράγοντες, οι μορφές οργάνωσης και τα κέντρα εξουσίας της.

Με τη συνθήκη της Λωζάννης διαμορφώθηκε ένα «καθεστώς μειονότητας» για τους εναπομείναντες ορθόδοξους πληθυσμούς στην Τουρκία και έτσι ουσιαστικά συγκροτείται η μειονότητα των Ρωμαιοορθόδοξων.1 Δημιουργείται δηλαδή ένα θεσμικό πλαίσιο διεκδίκησης δικαιωμάτων στην ετερότητα· ένα πλαίσιο οργάνωσης των θεσμών που εξασφαλίζουν τη «διαφορετική» εκπαίδευση, τη «διαφορετική» λατρεία κ.λπ. και τις μορφές αλληλεγγύης που προκύπτουν από αυτά. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η «νέα» μειoνότητα έκανε προσπάθειες αναπροσαρμογής στις νέες συνθήκες.2

Η κατάργηση του Μεικτού Εθνικού Συμβουλίου και η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του Πατριαρχείου στις θρησκευτικές υποθέσεις της κοινότητας με τη συνθήκη της Λωζάννης δημιούργησαν κενό στην αντιπροσώπευση και τη διαχείριση των υποθέσεων της μειονότητας. Εν τω μεταξύ η Τουρκία απέφευγε να δώσει στη μειονότητα, αλλά και στις κοινότητες, νομική υπόσταση, νομικό πρόσωπο. Η νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία υπήρξε εξαιρετικά καχύποπτη και απρόθυμη να δημιουργήσει ενδιάμεσους/παράλληλους θεσμούς μεταξύ της ίδιας και των μειονοτικών πολιτών της. Έτσι, το αρκετά εξελιγμένο οργανωτικό πλαίσιο που κληρονόμησε η ορθόδοξη κοινότητα βρέθηκε στο κενό, όταν αυτή μετατράπηκε σε μειονότητα.

Η ιστορία της οργάνωσης της κοινότητας συνδέεται άρρηκτα με τη μοίρα της διαχείρισης της περιουσίας της. Νομικά οι τουρκικές αρχές δεν αναγνώριζαν κοινότητες, αλλά επιμέρους ιδρύματα, εκκλησίες, σχολές. Οι τουρκικές αρχές αντιμετώπιζαν τις διάφορες κοινότητες ως ξεχωριστά βακούφια και όχι ως ένα ενιαίο σύνολο με μια διοικητική αρχή στην κεφαλή. Έτσι ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε εξ αρχής αφορούσε τη διοίκηση και τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας.3



Η δεκαετία του 1920 αποτελεί μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία γίνονταν προσπάθειες διασαφήνισης του καθεστώτος της μειονότητας, ενώ λαμβάνονταν μέτρα «εκτούρκευσης» στην οικονομία, την εκπαίδευση κ.λπ. Η γενικότερη καχυποψία μάλιστα που επικρατούσε σε σχέση με τις μειονότητες δημιουργούσε δυσμενές κλίμα για τη ρωμαίικη κοινότητα.4 Το 1926, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν στην εκκοσμίκευση, η Τουρκία αποδέχτηκε τον αστικό κώδικα της Ελβετίας. Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να προωθήσει τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση κάλεσε τις μη μουσουλμανικές μειονότητες να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους που προβλέπονταν στο άρθρο 42 της συνθήκης της Λωζάννης. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι μειονότητες θα διευθετούσαν τα ζητήματα οικογενειακού και προσωπικού δικαίου σύμφωνα με τα έθιμα και το θρήσκευμά τους. Ουσιαστικά όμως με το άρθρο αυτό εξουσιοδοτούνταν η θρησκευτική αρχή να μεριμνεί για τα θέματα αυτά. Τελικά, η γενική συνέλευση, που αποτελούνταν από εκλεγμένους και μη εκπροσώπους της ρωμαίικης κοινότητας, έπειτα από πίεση της κυβέρνησης, παραχώρησε «οικειοθελώς» στις 27 Νοεμβρίου 1925 τα δικαιώματά της που προβλέπονται στο άρθρο 42 και δέχτηκε την εφαρμογή του νέου αστικού δικαίου. Έτσι ουσιαστικά το Πατριαρχείο έχασε άλλη μια δυνατότητα οργάνωσης και διευθέτησης των κοινοτικών υποθέσεων.5

Το 1927 έγινε προσπάθεια να καταρτιστεί ένας καταστατικός χάρτης για την οργάνωση των κοινοτήτων της μειονότητας, καθώς και για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας. Αυτό που απασχολούσε περισσότερο την Ειδική Επιτροπή επί της Συντάξεως του Οργανικού Χάρτου της Ρωμαίικης Κοινότητας ήταν το ζήτημα της λαϊκής ή εκκλησιαστικής διοίκησης των κοινοτικών ιδρυμάτων καθώς και η νομική υπόσταση των κοινοτήτων. Τελικά ο καταστατικός χάρτης καταρτίστηκε το 1927 από μια επιτροπή Τούρκων στην οποία συμμετείχε και ένας εκπρόσωπος της μειονότητας. Σύμφωνα με το χάρτη αυτό, η διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας δινόταν στους λαϊκούς της κοινότητας, οι οποίοι θα συγκροτούσαν τετραετείς επιτροπές,6 και το επόμενο διάστημα θα διενεργούνταν εκλογές στις κοινότητες.7

Το 1935 ψηφίστηκε ο βακουφικός νόμος (5/6/1935, αρ. 2762) που κατέτασσε τα μειονοτικά βακούφια στην κατηγορία των ιδιωτικών βακουφιών (mülhak vakıflar) και όριζε ότι θα διευθύνονται από επιτρόπους ή εκλεγμένες κοινοτικές εφορείες, οι οποίες θα διαχειρίζονται την περιουσία τους, τελώντας υπό τον έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφιών (Evkaf Genel Müdürlüğü).8 Ωστόσο, το 1938 (με το νόμο αρ. 3513 -28.6.1938) η διεύθυνση των μειονοτικών βακουφιών ανατέθηκε σε ειδικούς επιτρόπους (tek mütevelli) που διόριζε η ίδια η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών, καταστρατηγώντας έτσι τα περιθώρια αυτοδιαχείρισης των κοινοτήτων.9 Το πιο γνωστό παράδειγμα εφαρμογής αυτού του μέτρου ήταν η περίπτωση του υποστηρικτή του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου Ισταμάτ Ζιχνί Οζνταμάρ, o οποίος έγινε διοικητής στο Μπαλουκλί.10 Το μέτρο άρθηκε το 1949 με νομοθετική αλλαγή (αρ. 5404), και τα βακούφια της μειονότητας χαρακτηρίστηκαν κοινοτικά (cemaat vakıfları),11 ενώ ορίστηκαν εκλογές για το 1949. Η αλλαγή αυτή εντασσόταν σε μεγάλο βαθμό στο γενικότερο κλίμα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, κάτι που επηρέασε θετικά την αντιμέτωπιση της μειονότητας.12

2. Τα αντιπροσωπευτικά όργανα των κοινοτήτων

Κάθε κοινότητα αποτελούνταν από μια ή περισσότερες ενορίες και υπαγόταν εκκλησιαστικά σε μία από τις τρεις μητροπόλεις (Χαλκηδόνας, Δέρκων, Πριγκιποννήσων) ή στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως. Εσωτερικά διοικούνταν με βάση τον κανονισμό της. Σύμφωνα με τους κανονισμούς,13 η εκάστοτε κοινότητα είχε σκοπό την εκπλήρωση των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών αναγκών της, τη φροντίδα της περιουσίας της και την άσκηση φιλανθρωπίας.

Η εφοροεπιτροπή αποτελούσε την αντιπροσωπευτική και διοικητική αρχή της κοινότητας και συγκροτούνταν έπειτα από εκλογές. Η διάρκεια της θητείας της διέφερε από κοινότητα σε κοινότητα. Επίσης τα μέλη της εφοροεπιτροπής κάθε κοινότητας διέφεραν στον αριθμό14 και εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρο ή τους αντιπροέδρους, γραμματέα, ταμία κ.λπ. Στις εκλογές οι ψηφοφόροι ασχολούνταν με την ανάδειξη εφοροεπιτροπής, εξελεγκτικής επιτροπής και ενίοτε εκλεκτόρων για τις εκλογές των μειζόνων ιδρυμάτων. Κάθε κοινότητα διέθετε και άλλες υποεπιτροπές ανάλογα με τις ανάγκες και το δυναμικό της (για παράδειγμα, Εκκλησιαστική Επιτροπή, Επιτροπή Σχολών, Κτηματική Επιτροπή, Επιτροπή Συσσιτίου, Επιτροπή Πειθαρχικού Συμβουλίου κ.λπ.), οι οποίες συγκροτούνταν από τα άτομα της εφοροεπιτροπής και άλλους συμβούλους.

Τόσο οι λαϊκοί όσο και οι κληρικοί υπάλληλοι της κοινότητας προσλαμβάνονταν και παύονταν από την εφοροεπιτροπή. Στην περίπτωση των κληρικών όμως απαιτούνταν η έγκριση των εκκλησιαστικών αρχών. Όπως διευκρινίζεται στον Κανονισμό της Πριγκήπου, για ζητήματα που αφορούν τον κλήρο η εφοροεπιτροπή συνερχόταν υπό την προεδρία του μητροπολίτη,15 ενώ για τυχόν προβλήματα και παράπονά τους οι κληρικοί απευθύνονταν στην ιερά μητρόπολη, η οποία ήταν υπεύθυνη να επιβάλει ποινές και κυρώσεις.16

Το Πατριαρχείο εκπροσωπούνταν στις μεγάλες κοινότητες από τον αρχιερατικό προϊστάμενο που διόριζε το ίδιο, ο οποίος ήταν ο προϊστάμενος του κεντρικού ναού της κοινότητας. Οι σχέσεις Εκκλησίας και κοινοτικών αρχών δεν ήταν πάντοτε αρμονικές. Σε μερικές περιπτώσεις το Πατριαρχείο εμπλεκόταν ή προσπαθούσε να παρέμβει στην εσωτερική διοίκηση των κοινοτήτων.17 Από την άλλη σε κάποιους κανονισμούς, όπως για παράδειγμα στον Κανονισμό της Πριγκήπου του 1951, υπογραμμίζεται ότι η εφοροεπιτροπή «υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τας διατάξεις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και της Μητροπόλεως».18

Το δικαίωμα της εκλογής στις κοινοτικές εκλογές είχαν οι άρρενες ορθόδοξοι Ρωμιοί που ήταν Τούρκοι πολίτες και ήταν ικανοί προς δικαιοπραξία και άμεμπτου χαρακτήρα, οι οποίοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, εργάζονταν19 και ήταν μόνιμοι κάτοικοι της εκάστοτε κοινότητας τουλάχιστον 120 ή 2 χρόνια21 από μια συγκεκριμένη ηλικία και πάνω.22

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, απέκτησαν δικαίωμα εκλογής οι κοινοτικοί υπάλληλοι και οι γυναίκες.23 Η αλλαγή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του νέου κοινωνικοπολιτικού κλίματος που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1950 στην Τουρκία, με την άνοδο στην εξουσία του Δημοκρατικού Κόμματος. Το ζήτημα της ψήφου και ειδικά της γυναικείας ψήφου πυροδοτούσε ενίοτε έντονες συζητήσεις στους κόλπους της μειονότητας.24 Στο Πέρα το δικαίωμα ψήφου δόθηκε το 1950, όμως η γενική συνέλευση της κοινότητας Πριγκήπου του 1951 καταψήφισε το αίτημα.25 Τελικά το 1953 δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες με 47 ψήφους υπέρ και 31 κατά.26 Ωστόσο, και μετά την απόκτηση του δικαίωματος ψήφου από τις γυναίκες, η νοοτροπία και το σχήμα έμφυλης διάκρισης –που συναντάται και την Οθωμανική περίοδο–, που θέλει τους άνδρες να εμπλέκονται ενεργά στη διοίκηση και τις γυναίκες να δραστηριοποιούνται περισσότερο στον τομέα της φιλανθρωπίας, εξακολουθούσε να ισχύει. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να διοικούν και να είναι παρούσες πολύ περισσότερο στους φιλανθρωπικούς συλλόγους που διατηρούσαν διάφορες κοινότητες της μειονότητας.27

Τη διενέργεια των εκλογών αναλάμβανε αιρετή εφορευτική επιτροπή. Οι εκλογές διεξάγονταν με μυστική ψηφοφορία και τα αποτελέσματα επικυρώνονταν από το υπουργείο Εσωτερικών. Οι επίσημες αρχές μπορούσαν να ζητήσουν την επανάληψη των εκλογών για τυχόν παρατυπίες ή παραλήψεις.

Οι τακτικές εκλογές της περιόδου μετά το 1946 αποτελούν πειστήρια μιας εσωτερικής δραστηριότητας και εγρήγορσης των μελών της κοινότητας. Περιπτώσεις αντιπολίτευσης στην απερχόμενη εφοροεπιτροπή και αντίθεσης σε υποψηφίους, περιπτώσεις παραίτησης του προέδρου εφοροεπιτροπής28 και άλλα ανάλογα περιστατικά υποδηλώνουν διάθεση συμμετοχής στην αυτοδιαχείριση της κοινότητας· κάτι το οποίο φθίνει με τη δημογραφική συρρίκνωση κυρίως των δεκαετιών 1970-1980.

Στις εκλογές οι κοινότητες εξέλεγαν και αντιπροσώπους-εκλέκτορες για τις εκλογές των μειζόνων ιδρυμάτων της μειονότητας.29 Εκλέκτορες από κάθε κοινότητα εξέλεγαν για κάθε ίδρυμα μια εφορεία με τριετή θητεία καθώς και 3 ελεγκτές.30 Οι γυναίκες δεν απέκτησαν ποτέ το δικαίωμα είτε του εκλέκτορα είτε του υποψηφίου για τις επιτροπές των μείζονων ιδρυμάτων.31

3. Οι τουρκικές αρχές και οι κοινότητες

Οι τουρκικές αρχές δεν αναγνώριζαν νομικά κοινότητες αλλά βακούφια. Δεν αναγνώριζαν επίσης τις εφοροεπιτροπές και το ρόλο τους ως ανώτατων διοικητικών αρχών των κοινοτήτων. Η κατάσταση βέβαια δεν ήταν ξεκάθαρη και αυτό φαίνεται από τους διάφορους τίτλους/ονόματα που χρησιμοποιούνται τόσο από τις ίδιες τις κοινότητες όσο και από τις τουρκικές αρχές όταν απευθύνονταν σε αυτές. Τη σύγχυση που επικρατούσε επέτεινε ο όρος mütevelli, ο οποίος παραπέμπει, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, σε διορισμένο από το κράτος διοικητή, ενώ τα κοινοτικά βακούφια διοικούνταν από αιρετά από την ίδια την κοινότητα επιτροπές. Ωστόσο, η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών επέμενε ότι αυτές οι αιρετές επιτροπές έπρεπε να θεωρηθούν ανάλογες του αξιώματος του mütevelli, τον οποίο και είχε το δικαίωμα να παύει κατά βούληση, σε αντίθεση με τις εκλεγμένες επιτροπές των κοινοτήτων, οι οποίες μπορούσαν να παυθούν μόνο έπειτα από σχετική δικαστική απόφαση.32

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 γίνονταν προσπάθειες να υποβαθμιστούν οι κεντρικές εφορείες και παρατηρείται μια κλιμακούμενη παρεμβατικότητα στη διοίκηση των κοινοτήτων, που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960. Το 1954 το υπουργείο Εσωτερικών με διαταγή του ζήτησε να ονομαστούν οι κεντρικές αυτές επιτροπές κομιτάτα για τη διοίκηση των κοινών ακινήτων της περιοχής. Σκοπός αυτού του μέτρου ήταν η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής επιτροπής και η κατάργηση του συντονιστικού ρόλου της, ώστε να μετατραπεί σε ένα απλό διαχειριστικό όργανο των κοινών ιδιοκτησιών των βακουφιών. Το μέτρο μετά την παρέμβαση του βουλευτή Α. Χατζόπουλου αναστάλθηκε. Παράλληλα έγιναν προσπάθειες αναθεώρησης του κοινοτικού καθεστώτος, ενώ στις αρχές του 1955 αποφασίστηκε να εκπονηθεί γενικός κανονισμός για τις μειονότητες στην Τουρκία μονομερώς από το τουρκικό κράτος, ο οποίος αναστάλθηκε πάλι με παρέμβαση του βουλευτή Χατζόπουλου.33

Οι κοινοτικές εκλογές παρακολουθούνταν από τις αρχές ενώ συχνά σημειωνόταν και διάθεση επέμβασης και εμπλοκής.34 Η κατάσταση χειροτέρεψε σημαντικά τη δεκαετία του 1960. Ήδη από το 1956 με διάταγμα του υπουργείου Εσωτερικών ανακοινώθηκε ότι δεν αναγνωρίζονταν πλέον οι κεντρικές επιτροπές. Στη λογική περιορισμού των κεντρικών εφορειών, η Διεύθυνση Αστυνομίας τον Απρίλιο του 1960 απαγόρευσε τη διεξαγωγή εκλογών στο Πέρα, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η Νομαρχία Κωνσταντινούπολης κοινοποίησε ότι οι κεντρικές επιτροπές δε θα αναγνωρίζονταν πλέον και ζήτησε από τις διάφορες κοινότητες να διεξαγάγουν νέες εκλογές.35

Μετά την κατάργηση των κεντρικών επιτροπών οι κοινότητες προσπάθησαν να δημιουργήσουν άτυπα όργανα ή να αντικαταστήσουν τις κεντρικές εφορείες. Για παράδειγμα, στην Κοινότητα Σταυροδρομίου, η εφοροεπιτροπή αντικαταστάθηκε από την Εφορεία Σχολών και την Επιτροπή Ναών, οι οποίες αποτέλεσαν μια νέα επιτροπή με το όνομα Διοικούσα Επιτροπή Κοινότητας.36

Με όλα αυτά τα μέτρα αποδυναμώθηκε ο κεντρικός εσωτερικός έλεγχος από ένα ανώτερο διοικητικό σώμα, όπως ήταν οι εφοροεπιτροπές, κάτι το οποίο διασφάλιζε και την ίδια την έννοια της κοινότητας. Από την άλλη, οι αρχές προσπάθησαν να περιορίσουν τις αρμοδιότητες και αυτών των επιτροπών, επιβάλλοντας τη χορήγηση ειδικής άδειας από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφιών προκειμένου να προβαίνουν σε αγοραπωλησίες – κάτι που τουλάχιστον για μεγάλες κοινότητες, όπως το Κουρτουλούς και το Σταυροδρόμι, αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων.

Έτσι όμως η σχετική άνθηση των κοινοτικών θεσμών αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν βραχύβια. Από τη δεκαετία του 1960 η παρεμβατικότητα των αρχών και η δημογραφική συρρίκνωση δημιούργησαν αρκετά δυσμενές περιβάλλον για την κοινοτική αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση.37 Αν και τυπικά η μορφή οργάνωσης των διάφορων κοινοτήτων της μειονότητας δεν άλλαξε, διαφοροποιήθηκε ωστόσο η λειτουργία των κοινοτήτων. Κάποιοι θεσμοί εξαφανίστηκαν ή έπεσαν σε αδράνεια, ενώ κάποιοι άλλοι μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν, οι αρμοδιότητες άλλαξαν, προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες.38 Έτσι ατόνησαν οι θεσμοί και οι διαδικασίες εκλογών και ελέγχου των θεσμών αυτών, με αποτέλεσμα σταδιακά η μειονότητα να χάσει κάθε μορφή συλλογικής παρέμβασης και διεκδίκησης στο πλαίσιο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Άρχισε λοιπόν μια διαδικασία κατά την οποία εξαφανίζονταν σταδιακά οι κοσμικοί χώροι και οι μηχανισμοί που εξασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία της μειονότητας.39 Εξαίρεση αποτελεί το Πατριαρχείο που, ενώ από την εποχή του Αθηναγόρα ανέκτησε το διεθνές κύρος του, έχει ωστόσο από το 1923 και μετά απογυμνωθεί από τις διοικητικές του αρμοδιότητες. Παραδόξως το κράτος συνέχισε να συνδιαλέγεται με την κοινότητα μέσω των θρησκευτικών αρχών, δηλαδή το Πατριαρχείο, και αυτό λειτουργούσε ως ένας σημαντικός παράγοντας της μη εκκοσμίκευσης των θεσμών της κοινότητας.

Με τη δημογραφική συρρίκνωση (από τις απελάσεις ιδίως του 196440 και όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980) η αρχή ότι οι εκλογείς για κάθε βακούφι της περιοχής πρέπει να προέρχονται από τους κατοίκους της περιοχής-συνοικίας, στην οποία βρίσκεται το ίδρυμα και μόνο, χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές ως κριτήριο ακύρωσης εκλογών.41 Το ζήτημα της συμμετοχής σε εκλογές ατόμων από άλλες κοινότητες είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δημογραφική συρρίκνωση και την εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από απομακρυσμένες συνοικίες προς το κέντρο, κάτι που προκάλεσε την ερήμωση πολλών κοινοτήτων. Μια ερημωμένη κοινότητα σημαίνει αυτόματα απουσία εκλογικού σώματος και άρα αδυναμία διεξαγωγής εκλογών: σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, αν ένα βακούφι παραμείνει επί δέκα χρόνια δίχως διοίκηση, γίνεται αυτόματα mazbut/κατειλημμένο, δηλαδή η διοίκησή του περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφιών. Η μη διεξαγωγή εκλογών αποτελούσε ορατό κίνδυνο.

Οι εκλογές, που ατόνησαν από τη δεκαετία του 1970, επαναλήφθηκαν το 1991.42 Τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποιες έστω και τυπικές ρυθμίσεις που επέτρεπαν την επανάκαμψη των κοινοτικών θεσμών. Το υπουργείο Εσωτερικών στις 16 Σεπτεμβρίου 2004 εξέδωσε ένα νέο καταστατικό σχετικά με τα κοινοτικά βακούφια. Σύμφωνα με αυτό, σε περίπτωση που ένα βακούφι δεν έχει κοινότητα και άρα δεν μπορεί να διεξαγάγει εκλογές με εισήγηση και άδεια από το υπουργείο Εσωτερικών, μπορεί να επεκτείνει την εκλογική περιφέρεια του σε περιοχές που διαθέτουν κοινότητα.43 Σύμφωνα πάντα με το νέο καταστατικό, οι εκλογές διεξάγονται για κάθε βακούφι ξεχωριστά κάθε τέσσερα χρόνια. Το διοικητικό συμβούλιο του βακουφιού αποτελείται από 7 άτομα.44

Η δημογραφική συρρίκνωση καθώς και μια σειρά διοικητικών μέτρων που υιοθέτησαν οι αρχές οδήγησαν σε παράλυση το όλο σύστημα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διεξάγονται σε πολλές κοινότητες εκλογές,45 ενώ συζητείται η συγχώνευση όλων των κοινοτήτων σε ένα και μόνο σώμα. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ενδείξεις μιας κάποιας κινητικότητας στο θέμα διοίκησης της μειονότητας. Το θέμα δηλαδή της κοινοτικής οργάνωσης της ρωμαίικης μειονότητας παραμένει ανοιχτό.

1. Για την επιλογή της ονομασίας «ρωμαίικη μειονότητα» και όχι «ελληνική», βλ. Σιγάλας, Ν., «Τι σημαίνει ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης το έτος 2006», Σύγχρονα Θέματα 94 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006), σελ. 25-33.

2. Το θέμα των ρωμαίικων πληθυσμών της Ίμβρου και της Τενέδου δε θα μας απασχολήσει εδώ, αφού το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνεται με τη συνθήκη της Λωζάννης σχετικά με αυτά τα νησιά είναι πολύ διαφορετικό από αυτό της Κωνσταντινούπολης. Με το άρθρο 14 της συνθήκης ουσιαστικά καθοριζόταν ένα σύστημα αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης των δύο νησιών. Για το θέμα βλ. Alexandris, A., “Imbros and Tenedos: A Study of Turkish Attitudes Toward Two Ethnic Grek Island Communities Since 1923”, Journal of Hellenic Diaspora VII: 1 (1980), σελ. 5-31.

3. Η συνθήκη της Λωζάννης στο άρθρο 40 ορίζει ότι οι μη μουσουλμανικές μειονότητες έχουν ίσο δικαίωμα «να συνιστώσι, διευθύνωσι και εποπτεύωσι ιδίαις δαπάναις παντός είδους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή Κοινωφελή Ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια [...]». Το Νομοθετικό Διάταγμα της 25ης Αυγούστου 1923 «Περί Κυρώσεως της εν Λωζάννη συνομολογηθείσης Συνθήκης περί Ειρήνης» (ΦΕΚ της 25.8.1923) παρατίθεται στο Τσιτσελίκης, Κ. – Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.), Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα, Μια συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών (Αθήνα 1997), σελ. 448-449.

4. Βλ. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Athens 1983), σελ. 105-193, και Akgönül, S., Türkiye Rumları Ulus-Devlet Çağından Küreselleşme Çağına Bir Azınlığın Yok Oluş Süreci (İstanbul 2007), σελ. 61-93.

5. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Athens 1983), σελ. 135-139.

6. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Athens 1983), σελ. 169-170.

7. Για παράδειγμα, στην Κοινότητα του Πέρα διενεργήθηκαν εκλογές το 1928. Στις κοινοτικές εκλογές της εφορείας του Πέρα είχαν εμπλοκή και οι τουρκικές αρχές. Μάλιστα ο παπα-Ευθύμ πέτυχε να εκλεγούν και δύο οπαδοί του.

8. Reyna, Y.  – Moreno Zonana, E., Cemaat Vakıfları (İstanbul 2003), σελ. 79-85. Βλ. επίσης Balta, R., Mülhak Vakıflar El Kitabı (Ankara 1986), σελ. 21-38· Güneri, H., “Azınlık Vakıflarının İncelenmesi”, Vakıflar Dergisi Χ (1973), σελ. 99-101.

9. Macar, E., “Başbakanlık Cumhuriyet Arşivi Belgelerine Göre Tek Parti Döneminde Cemaat Vakıflarının Sorunları”, TESEV Cemaatler ve Hukuki Sorunları Toplantısı (15/5/2005).

10. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη – Νοσοκομείο Βαλουκλή (Αθήνα 1999), σελ. 353. Βλ. επίσης Αποστολίδης, Ν.Γ., Αναμνήσεις από την Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1996), σελ. 188-192: «Η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθούσε να μη δίνει άδειες για νέες εκλογές. Ψήφισε και ένα νέο νόμο: Να διοικούνται οι κοινότητες και τα ιδρύματα με το θεσμό του μοναδικού επιτρόπου. Όσοι θέλουν να υποβάλουν επί τούτω υποψηφιότητα για να διαγωνιστούν γραπτώς με θέμα τον βακουφικό νόμο. Σε κάθε κοινότητα θα διορίζονταν οι επιτυχόντες. Όλοι οι επιτήδειοι δραστηριοποιήθηκαν αμέσως κυρίως για τις εύπορες κοινότητες. Έγιναν τελικά οι εξετάσεις και πέτυχαν αυτοί που ήθελε το Λαϊκό Κόμμα» (σελ. 188).

11. Reyna, Y. – Şen, Y., Cemaat Vakıfları ve Sorunları (İstanbul 1994), σελ. 23-25. Βλ. επίσης Reyna, Y.  – Moreno Zonana, E., Cemaat Vakıfları (İstanbul 2003), σελ. 81-84· Oğuz, A., “Cemaatlere Mahsus Vakıflar”, Mülkiyeliler Birliği Dergisi  17 (1969), σελ. 24-27. Balta, R., Mülhak Vakıflar El Kitabı (Ankara 1986), σελ. 40-41· Güneri, H., “Azınlık Vakıflarının İncelenmesi”, Vakıflar Dergisi Χ (1973), σελ. 101-102.

12. Macar, E., Cumhuriyet Döneminde İstanbul Rum Patrikhanesi (İstanbul 2003), σελ. 176-181.

13. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Κανονισμός Κοινότητας Κουρτουλούς 1953), Σειρά Η1-Αριθμός Μικροφίλμ 160, Κοινότητα Κανδύλλι (Κανονισμός Κοινότητας Κανδύλλι 1930), Σειρά Β2-Αριθμός Μικροφίλμ 39, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118, Κοινότητα Κουρουτσεσμέ (Κανονισμός Κουρουτσεσμέ 1953), Σειρά Χ2-Αριθμός Μικροφίλμ 7, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Αναπροσαρμογή Σχετικών Περί Εκλογών διατάξεων του εν ισχύ κανονισμού Κοινότητος Σταυροδρομίου 1950), Σειρά Λ1-Αριθμός Μικροφίλμ 368. Σε γενικές γραμμμές οι κανονισμοί των κοινοτήτων τη δημοκρατική περίοδο δε διαφέρουν ουσιαστικά από τους αντίστοιχους της Ύστερης Οθωμανικής περιόδου, οι οποίοι προφανώς λειτούργησαν ως πρότυπο. Η μελέτη των κοινοτικών αρχείων των ρωμαιοορθόδοξων ενοριών της Κωνσταντινούπολης διενεργήθηκε στο πλαίσιο έρευνας που εκπονήθηκε από κοινού με την Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, υποψήφια διδάκτορα Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου· τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν στο συνέδριο «Συνάντηση στην Πόλη: το Παρόν και το Μέλλον», που διεξήχθη στις 1 και 2 Ιουλίου 2006 στην Κωνσταντινούπολη, και αναμένεται να εκδοθούν υπό μορφή άρθρου στα πρακτικά του συνεδρίου.

14. 10 στην Πρίγκιπο, 15 στο Κουρτουλούς, 7 ή το λιγότερο 5 στο Κουρουτσεσμέ.

15. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118.

16. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Εσωτερικός κανονισμός για καθήκοντα και ποινές κοινοτικών υπαλλήλων, 1962), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 72.

17. Για παράδειγμα, στις εκλογές του Σταυροδρομίου το 1950 ο πατριάρχης όρισε πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής τον αρχιερατικό προϊστάμενο της κοινότητας, βλ. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Α΄ Συνεδρία Εφορευτικής Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 1950), Σειρά Λ1-Αριθμός Μικροφίλμ 369, ενώ στην περίοδο πατριαρχίας του Αθηναγόρα το Πατριαρχείο έστειλε στην κοινότητα Σταυροδρομίου ένα πρόγραμμα εργασίας σχετικά με τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων στις διάφορες επιτροπές. Στην απάντηση που έστειλε η διοικούσα επιτροπή της Κοινότητας Σταυροδρομίου προς το Πατριαρχείο εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για την υποβάθμιση της εφορίας των σχολών στη διοίκηση της Κοινότητας σύμφωνα με το πρόγραμμα. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Επιστολή Διοικούσας Επιτροπής Κοινότητας Σταυροδρομίου, 21/1/1963), Σειρά Α2-Αριθμός Μικροφίλμ 348.

18. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118.

19. Κανονισμός του Κουρουτσεσμέ 1953.

20. Κανονισμός Κουρτουλούς 1953.

21. Κανονισμός Πριγκήπου 1951. Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν, στον κανονισμό της Πριγκήπου του 1951 ορίζεται ότι δικαίωμα ψήφου έχουν και όσοι διαθέτουν ιδιοκτησία και παραθερίζουν στο νησί επί δύο συναπτά έτη. Η ιδιοκτησία σε μια κοινότητα ακόμα και αν κάποιος δεν κατοικεί εκεί εξασφαλίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και στο Κουρουτσεσμέ. Προφανώς το ίδιο ισχύει και στις άλλες κοινότητες.

22. Από 31 ετών στο Κουρτουλούς, από 29 ετών στην Πρίγκηπο, από 26 στο Κουρουτσεσμέ. Οι παραπάνω όροι ισχύουν και όσον αφορά το δικαίωμα ψήφου, με μια διαφορά προς τα κάτω στο ηλικιακό όριο.

23. Αυτοί που παραδοσιακά, από την Οθωμανική περίοδο, δεν είχαν και εξακολουθούν να μην έχουν δικαίωμα ψήφου είναι «οι υποκείμενοι σε δικαστική απαγόρευση, οι υπό κηδεμονία, οι πτωχεύσαντες και μήπω αποκατεστηθέντες δικαστικώς, οι αποδειχθέντες ως καταχρασταί ή σφετεριστές της κοινοτικής περιουσίας, οι δοσίλογοι κοινοτικής διαχειρίσεως επίτροποι, οι καταδικασθέντες επί κακουργήματι ή επί ατιμωτικά πλημμελήματα». Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118.

24. Ενώ στην Τουρκία το δικαίωμα ψήφου των γυναικών έχει κατοχυρωθεί από το 1934, στη μειονότητα η κατάσταση άλλαξε μόλις τη δεκαετία του 1950 και όχι ταυτόχρονα και ομαλά σε όλες τις κοινότητες.

25. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης 11/11/1951), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 110.

26. Το ποσοστό είναι ενδεικτικό της απήχησης και της αποδοχής του ζητήματος σε μια κοινότητα της μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης 6/12/1953), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 117.

27. Φαίνεται ότι η επικράτηση της αντίληψης της διχοτομίας δημόσιου και ιδιωτικού που βασίζεται στην έμφυλη διαφορά είναι διαχρονική. Έτσι ο χαρακτήρας της συμμετοχής στα κοινά στο πλαίσιο της κοινότητας ήταν και παρέμεινε ανδρικός. Για το θέμα βλ. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004).

28. Για παράδειγμα, σε γενική συνέλευση της Κοινότητας Πριγκήπου το 1953, ένα μέλος της ξέσπασε και καταφέρθηκε εναντίον της απερχόμενης εφοροεπιτροπής, την οποία κατηγόρησε για απραξία, φιλοδοξία, τσορμπατζιλίκι και διχασμό της κοινότητας. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης 6/12/1953), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 117. Στην Κοινότητα του Κουρουτσεσμέ το 1954 ο πρόεδρος της εφοροεπιτροπής Ζηνόβιος Κυριακίδης υπέβαλε την παραίτησή του επικαλούμενος «[την] αδιαλλαξία και το ασύμφωνον μερικών εκ των μελών». Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρουτσεσμέ (Επιστολή Προέδρου Εφοροεπιτροπής 1954), Σειρά Χ2-Αριθμός Μικροφίλμ 7.

29. Τα μείζονα ιδρύματα είναι τα εξής: Φιλανθρωπικά Καταστήματα Βαλουκλή, Ορφανοτροφείο Πριγκήπου, Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ιωακείμειο και Ζάππειο Παρθεναγωγεία.

30. Συγκεκριμένα, στα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Βαλουκλή ορίζεται και η ιδιότητα που πρέπει να έχουν τα μέλη της εφορείας (3 γιατροί, 3 νομικοί, 1 χημικός, 2 αρχιτέκτονες ή μηχανικοί, 1 έμπορος ή κτηματίας ή τραπεζίτης). Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Κανονισμός Εκλογών των Μειζόνων Ιδρυμάτων), Σειρά Η-Αριθμός Μικροφίλμ 160.

31. Οι εκλογές των μειζόνων ιδρυμάτων πραγματοποιήθηκαν στις 30 Δεκεμβρίου 1951, περίπου δύο χρόνια μετά τις πρωτοβάθμιες. Μέχρι το 1969 διεξάγονταν κανονικές εκλογές. Μετά τις εκλογές στις 19 Ιανουαρίου 1969 και μέχρι το 1991, οι τουρκικές αρχές δε χορηγούσαν άδεια για εκλογές.

32. Reyna, Y.  – Moreno Zonana, E., Cemaat Vakıfları (İstanbul 2003), σελ. 157-159. Βλ. επίσης Reyna, Y. – Şen, Y., Cemaat Vakıfları ve Sorunları (İstanbul 1994), σελ. 49-50.

33. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 31-51.

34. Για παράδειγμα, υπήρξε απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών το 1964 να μην αναγνωρίσει την τετραετή θητεία των επιτροπών του Κουρτουλούς, που οριζόταν από τον εσωτερικό κανονισμό της κοινότητας. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Πρακτικά Εφοροεπιτροπής Κουρτουλούς 1964), Σειρά Δ-Αριθμός Μικροφίλμ 66. Σε άλλες περιπτώσεις, η αστυνομία απαγόρευε τη γενική συνέλευση κοινότητας, η οποία συγκαλούνταν προτού γίνουν εκλογές. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Κανονισμός Εκλογών των Μειζόνων Ιδρυμάτων), Σειρά Η-Αριθμός Μικροφίλμ 160.

35. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Επιστολή της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης προς το Καϊμακαμλίκ του Μπέγιογλου 28/10/1960). Βλ. επίσης Επιστολή της Νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης προς το Καϊμακαμλίκ του Καντίκιοϊ 28/10/1960.

36. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Επιστολή Διοικούσας Επιτροπής Κοινότητας Σταυροδρομίου, 21/1/1963), Σειρά Α2-Αριθμός Μικροφίλμ 348.

37. Το 1956 οι τουρκικές αρχές τερμάτισαν τη λειτουργία της μοναδικής οργάνωσης των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης, της Ελληνικής Ένωσης. Βλ. Δεκαβάλας, Σ., «Το κλείσιμο της Ελληνικής Ένωσης Κωνσταντινουπόλεως και οι πρώτες επιλεκτικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων», Μνήμες Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Τένεδος 1923-1995. Πρακτικά Διημερίδας Καλαμαριά 11-12 Νοεμβρίου 1995 (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 103-111.

38. Εν τω μεταξύ οι επιτροπές υφίστανται μαρασμό λόγω θανάτων και φυγής των μελών τους και έτσι η κοινότητα δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί τις υποθέσεις της.

39. Αμπατζής, Ά., Μαρμαρωμένη Ρωμιοσύνη. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 2005), σελ. 59-62.

40. Για τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης βλ. Demir, H. – Akar, R., İstanbul’un Son Sürgünleri 1964’te Rumların Sınırdışı Edilmesi (İstanbul 1994).

41. Cemaat Vakıfları Bugünkü Sorunları ve Çözüm Önerileri (İstanbul 2002), σελ. 20-21.

42. Οι εκλογές αυτές έγιναν με βάση ένα νέο σύστημα. Δημιουργήθηκαν δύο εκλογικά σώματα· το μεν της ευρωπαϊκής πλευράς διεξήγαγε τις εκλογές για τα βακούφια της ευρωπαϊκής πλευράς και των νησιών στις 31 Μαρτίου 1991, το δε ανατολικό για τα βακούφια της ασιατικής πλευράς στις 30 Μαρτίου 1991. Σε αυτές τις εκλογές ενσωματώθηκαν και οι εκλογές για τα μείζονα ιδρύματα της κοινότητας, εγκαταλείποντας το σχήμα της δευτεροβάθμιας εκλογής. Σύμφωνα με αναφορά του Helsinki Human Rights Watch, από τους 35 υποψηφίους για τις επιτροπές των ιδρυμάτων οι 32 έλαβαν γράμμα από τις τουρκικές αρχές, στο οποίο ουσιαστικά τους απαγορευόταν η συμμετοχή. Βλ. Human Rights Watch, Denying Human Rights and Ethnic Identity: The Greeks of Turkey, Α Helsinki Watch Report (USA 1992), σελ. 22-23.

43. Aν και το συγκεκριμένο καταστατικό προτείνει μέτρα για τις περιπτώσεις που λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης δεν υπάρχει εκλογικό σώμα, αφήνει την πρωτοβουλία για επέκταση της εκλογικής περιφέρειας στο υπουργείο Εσωτερικών, δηλαδή στη βούληση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Για το θέμα αυτό βλ. “Filadelfia Metropoliti Sayın Meliton’un TESEV Toplantısındaki Konuşması” (26-5-2006).

44. Ο μικρότερος δυνατός αριθμός μελών του συμβουλίου ορίζεται σε 3, ενώ σε περίπτωση που μείνουν λιγότερα μέλη πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές. “Cemaat Vakıfları Yönetim Kurulu Seçimlerinin Seçim Esas ve Usullerine İlişkin Yönetmelik”, Resmi Gazete (16-9-2004), αρ. 25585.

45. Στις αρχές του 21ου αιώνα οι Ρωμιοί χωρίζονται σε 42 κοινότητες. Βλ. Αναστασιάδου, Μ. – Ντυμόν, Π., Οι Ρωμηοί της Πόλης. Τραύματα και Προσδοκίες (Αθήνα 2007), σελ. 177-178.

Συγγραφή : Μπενλίσοϊ Φώτης (10/12/2007)
Για παραπομπή: Μπενλίσοϊ Φώτης, «Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης μετά τη συνθήκη της Λωζάννης», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: